ΑΓΙΟΙ ΠΑΝΤΕΣ - ΜΟΝΗ ΟΜΟΛΟΓΗΤΩΝ
ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ
Ο μικρός και περικαλλής βυζαντινός ναός των Αγίων Πάντων βρίσκεται επί της οδού Τσόχα 39, πλησίον της στάσεως του μετρό Αμπελόκηπων και συγκεκριμένα λίγα μέτρα πιο κάτω από την νοτιοανατολική γωνία του σταδίου του Παναθηναϊκού «Απόστολος Νικολαίδης». Αν και πνιγμένος από βαριές και ακαλαίσθητες πολυκατοικίες, παρά ταύτα εντυπωσιάζει, ακόμα και σήμερα τους περαστικούς με την ιδιαίτερη ομορφιά του.
ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Χρονολογία αναγέρσεως: 11ος αιώνας αι. μ.Χ.
Τύπος: Σταυροειδής εγγεγραμμένος με οκταγωνικό τρούλο.
Λόγω της κλίσεως του εδάφους βρίσκεται περίπου δύο μέτρα κάτω από την επιφάνεια του οδοστρώματος.
Στην τοιχοποιία του ναού έχουν ενσωματωθεί αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη, πολλά από τα οποία φέρουν επιγραφές, ενώ τα παράθυρα φέρουν πλούσια διακόσμηση.Ο ναός βρισκόταν σε ημι ερειπιώδη κατάσταση, μέχρι την αναστήλωσή του το 1956 μ.Χ. από το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Σήμερα αποτελεί μετόχι της Ιεράς Μονής Πετράκη και είναι επισκέψιμο κατά την τέλεση των λειτουργιών που αναρτώντα μηνιαίως εδώ.
Εορτάζει κατά την ημέρα της κινητής εορτής των Αγίων Πάντων, 56 ημέρες δηλαδή μετά το Πάσχα.
Χρονολογία αναγέρσεως: 11ος αιώνας αι. μ.Χ.
Τύπος: Σταυροειδής εγγεγραμμένος με οκταγωνικό τρούλο.
Λόγω της κλίσεως του εδάφους βρίσκεται περίπου δύο μέτρα κάτω από την επιφάνεια του οδοστρώματος.
Στην τοιχοποιία του ναού έχουν ενσωματωθεί αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη, πολλά από τα οποία φέρουν επιγραφές, ενώ τα παράθυρα φέρουν πλούσια διακόσμηση.Ο ναός βρισκόταν σε ημι ερειπιώδη κατάσταση, μέχρι την αναστήλωσή του το 1956 μ.Χ. από το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Σήμερα αποτελεί μετόχι της Ιεράς Μονής Πετράκη και είναι επισκέψιμο κατά την τέλεση των λειτουργιών που αναρτώντα μηνιαίως εδώ.
Εορτάζει κατά την ημέρα της κινητής εορτής των Αγίων Πάντων, 56 ημέρες δηλαδή μετά το Πάσχα.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Τόπος αναγέρσεως του ναού, ήταν αρκετά μακράν των τειχών της πόλεως. Ήταν κατάφυτος, εξ ου το προσωνύμιο «Κήποι», που έφερε. Κατά την αρχαιότητα υπήρχε Ιερό μετά πηγής δροσερού ύδατος, αφιερωμένο στην Ουράνια Αφροδίτη, δηλ. στη θεά του αγνού έρωτα και της οικογένειας. Το δε Άγαλμα της θεάς, ήταν έργο του Αλκαμένη, μαθητή του Φειδία και κατά την παράδοση φιλοτεχνήθηκε με την εποπτεία του διδασκάλου του.
Αρκετά αρχιτεκτονικά μέλη του Ιερού εκείνου, βρέθηκαν σε συστηματικές ανασκαφές, που διενεργήθηκαν από το έτος 1922 ως το 1964 μ.Χ.. Αναμφισβήτητα σημαντικότερο εύρημα αποτελεί ένας μονολιθικός βωμός, που σώζεται αριστερά της κεντρικής εισόδου του σημερινού ναού, πάνω στον οποίο εναπέθεταν τα «μυστικά δώρα» προς τη θεά, κυρίως κατά την εορτή των Αρρηφορίων ή Αρρητοφορίων. Στην εορτή αυτή, δύο κοριτσάκια ηλικίας 7-11 ετών, ξεκινούσαν από τον Παρθενώνα με δώρα της Παλλάδος στα κεφαλάκια τους. Τα έφερναν στο «καταβάσιον», στην υπόγεια δηλαδή δηλαδή πηγή της Αφροδίτης εν Κήποις, έπαιρναν από εκεί άλλα δώρα και επέστρεφαν στην Ακρόπολη. Με τη συμβολική αυτή πράξη συνέδεαν τις θεότητες της αγάπης και της σοφίας. |
Με τον ερχομό του Χριστιανισμού και ιδιαίτερα μετά το 300 μ.Χ. το Ιερό αυτό παρήκμασε και στη θέση του, όπως συνήθως γινόταν, ανηγέρθη ναός στη λατρεία του μόνου αληθινού Θεού, που αφιερώθηκε στους Αγ. Πάντες. Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία δυστυχώς ούτε για την θεμελίωση του ναού, που οικοδομήθηκε πάνω στα ερείπια ναού της Ουράνιας Αφροδίτης, ούτε και για την εν γένει ιστορία του.
Το γεγονός, ότι ο ναός βρίσκεται σε προάστιο της Μεσαιωνικής Αθήνας αφ' ενός, σε συνδυασμό με ωρισμένα αρχαιολογικά ευρήματα, που βρέθηκαν κατά τη διάρκεια ανασκαφών στην περιοχή, και με τις επιστολές του Επισκόπου Αθηνών Αγίου Μιχαήλ Ακομινάτου Χανιώτου (1181-1205 μ.Χ.) αφ' ετέρου, καταδεικνύουν πως σε δεύτερη φάση συστήθηκε ολόκληρη Μονή γύρω από το ναΐσκο, η Μονή των Αγ. Ομολογητών. Ο ναός βάσει της αρχιτεκτονικής τελικής του μορφής, θεωρείται σύγχρονος της Καπνικαρέας, των Αγίων Θεοδώρων, και της Ομορφοκλησσιάς, οπότε και χρονολογείται, κάπου στον 11ο αιώνα μ.Χ.. Στην εποχή αυτή ανάγεται και η εγκαταβίωση - κοίμηση και ταφή (1186 μ.Χ.) στην Μονή του αρχοντικής καταγωγής ιερομονάχου, Θεοφύλακτου Βελισσαριώτου.
Το γεγονός, ότι ο ναός βρίσκεται σε προάστιο της Μεσαιωνικής Αθήνας αφ' ενός, σε συνδυασμό με ωρισμένα αρχαιολογικά ευρήματα, που βρέθηκαν κατά τη διάρκεια ανασκαφών στην περιοχή, και με τις επιστολές του Επισκόπου Αθηνών Αγίου Μιχαήλ Ακομινάτου Χανιώτου (1181-1205 μ.Χ.) αφ' ετέρου, καταδεικνύουν πως σε δεύτερη φάση συστήθηκε ολόκληρη Μονή γύρω από το ναΐσκο, η Μονή των Αγ. Ομολογητών. Ο ναός βάσει της αρχιτεκτονικής τελικής του μορφής, θεωρείται σύγχρονος της Καπνικαρέας, των Αγίων Θεοδώρων, και της Ομορφοκλησσιάς, οπότε και χρονολογείται, κάπου στον 11ο αιώνα μ.Χ.. Στην εποχή αυτή ανάγεται και η εγκαταβίωση - κοίμηση και ταφή (1186 μ.Χ.) στην Μονή του αρχοντικής καταγωγής ιερομονάχου, Θεοφύλακτου Βελισσαριώτου.
Λόγω της παντελούς έλλειψης στοιχείων, είναι αδύνατον για τους ιστορικούς να ανασυνθέσουν την ιστορία της Μονής κατά τους «σκοτεινούς αιώνες» (13ο - 18ο μ.Χ.), που ακολούθησαν.
Σύμφωνα, με ιστορικές μαρτυρίες ξένων περιηγητών ο ναός κατά τον 19ο αιώνα μ.Χ. βρισκόταν ήδη σε ερειπιώδη κατάσταση και για αυτό το λόγο τελούνταν υπαίθριες οι Θείες Λειτουργίες στο χώρο, όπου και συγκεντρώνονταν πολλοί Αθηναίοι. Το προσκύνημα - Αγίασμα μάλιστα φέρετο να το επισκέπτοντο και να το ευλαβούντο, προ της ελληνικής επαναστάσεως και οι Οθωμανοί Τούρκοι.
Το 1922 μ.Χ. ο μακαριστός αρχαιολόγος Γ. Σωτηρίου επεχείρησε την πρώτη συστηματική ανασκαφή του ναού. Φτάνοντας εκεί συνάντησε, έναν πλήρως ερειπωμένο ναό, με την ανατολική και βόρεια πλευρά μόνο, να στέκουν ακόμα όρθιοι. Κατά τις ανασκαφές αυτές, βρήκε πολλούς τάφους κοιμηθέντων μοναχών, ωρισμένοι εξ αυτών σώζονται έως σήμερα μέσα σε κρύπτη βορείως του ναού, καθώς και τον τάφο του προαναφερθέντος μοναχού Θεοφυλάκτου, μέσα σε ένα αρκοσόλιο, στη Δυτική πλευρά.
Σύμφωνα, με ιστορικές μαρτυρίες ξένων περιηγητών ο ναός κατά τον 19ο αιώνα μ.Χ. βρισκόταν ήδη σε ερειπιώδη κατάσταση και για αυτό το λόγο τελούνταν υπαίθριες οι Θείες Λειτουργίες στο χώρο, όπου και συγκεντρώνονταν πολλοί Αθηναίοι. Το προσκύνημα - Αγίασμα μάλιστα φέρετο να το επισκέπτοντο και να το ευλαβούντο, προ της ελληνικής επαναστάσεως και οι Οθωμανοί Τούρκοι.
Το 1922 μ.Χ. ο μακαριστός αρχαιολόγος Γ. Σωτηρίου επεχείρησε την πρώτη συστηματική ανασκαφή του ναού. Φτάνοντας εκεί συνάντησε, έναν πλήρως ερειπωμένο ναό, με την ανατολική και βόρεια πλευρά μόνο, να στέκουν ακόμα όρθιοι. Κατά τις ανασκαφές αυτές, βρήκε πολλούς τάφους κοιμηθέντων μοναχών, ωρισμένοι εξ αυτών σώζονται έως σήμερα μέσα σε κρύπτη βορείως του ναού, καθώς και τον τάφο του προαναφερθέντος μοναχού Θεοφυλάκτου, μέσα σε ένα αρκοσόλιο, στη Δυτική πλευρά.
Ευτυχώς το 1957 μ.Χ. το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων ανέλαβε εξ’ ολοκλήρου την αναστήλωση του ναού υπό την εποπτεία του περιφανούς αρχαιολόγου Αν. Ορλάνδου, την επιμέλεια του αρχιτέκτονα Ο. Φιντικάκη και τη συμβολή του επιθεωρητή αναστηλώσεων Ε. Στίκα. Η εκκίνηση των εργασιών πραγματοποιήθηκε μετά από υπαίθρια Θ. Λειτουργία και Αγιασμό την 1 Οκτωβρίου 1956 μ.Χ. και η περάτωσή τους κατά τα τέλη Ιανουαρίου του έτους 1957 μ.Χ.. Η πρώτη Θ. Λειτουργία στον αναστηλωμένο Ναό τελέσθηκε στις 16 Ιουνίου 1957 μ.Χ., εορτή των Αγ. Πάντων, ενώ τα εγκαίνια πραγματοποιήθηκαν ένα χρόνο αργότερα, πάλι στην εορτή των Αγ. Πάντων, στις 8 Ιουνίου 1958 μ.Χ..
Χαρακτηριστική υπήρξε και η συμπαράσταση των περιοίκων στην όλη προσπάθεια. Συνέπτηξαν μάλιστα ειδικό Σύλλογο «Οι Αγ. Πάντες» με επικεφαλής τον παλαιό Αθηναίο Αθανάσιο Κοτρώνη. Δυστυχώς όμως από τη δεκαετία του 1950 μ.Χ. και εντεύθεν, ογκώδεις πολυκατοικίες οικοδομούνται εντός του αρχαιολογικού χώρου και του προαυλίου του ναού. Τον Αύγουστο του 2006 μ.Χ. κατεδαφίστηκε παρακείμενο διώροφο κτίριο, αλλά παρά τις αντιδράσεις των κατοίκων δεν κατέστη δυνατόν να απελευθερωθεί ο χώρος, κι έτσι οικοδομήθηκε νέα πολυώροφη πολυκατοικία στη θέση του παλαιού οικήματος. Κύρια πηγή της ιστορίας του ναού αποτελεί η ιστοσελίδα της Ι.Μ. Πετράκη. |
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
O ναός προ της ανακατασκευής του,βρισκόταν σε ημι ερειπιώδη κατάσταση όπως εμφαίνεται άλλωστε και από την αντίστοιχη φωτογραφία. Τα μόνα τμήματα του αρχικού ναού, που παρέμεναν όρθια ήταν μόνο η κόγχη του Ιερού Βήματος, και αυτή φέρουσα τμήματα προχείρως ανακατασκευασμένα κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας, όπως επίσης και τμήμα του βορείου τοίχου της καμάρας και της βόρειας κεραίας του ναού, ως και ένας ακέραιος κορμός κίονος. Όλα τα υπόλοιπα μέλη των τοίχων του καθολικού υψώνονταν σε ελάχιστο ύψος από το έδαφος. Όπως προαναφέρθη κατά το έτος 1957 μ.Χ., ανακατασκευάστηκε πλήρως ο ναός, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως ενοριακός, χωρίς όμως να υπάρχουν επαρκή στοιχεία για την ακριβή αρχική του μορφή. Η τοιχοποιία έγινε κατά μίμηση της σωζομένης πλινθοπερικλείστου τοιχοποιίας της βορείας όψεως του ναού, ο τρούλλος ακολούθησε τον αθηναϊκό τύπο με μαρμάρινους ημικιονίσκους, ενώ τα ανοίγματα (θύρες – παράθυρα) έγιναν κατά μίμηση άλλων μεσοβυζαντινών αθηναϊκών εκκλησιών. Πάντως, τα ερείπια του νάρθηκος και τα λείψανα των αρκοσολίων διατηρήθηκαν ως είχαν. Ως κιονόκρανα στο εσωτερικό χρησιμοποιήθηκαν μαρμάρινα spolia που βρέθηκαν κατά την ανασκαφή, ενώ αρκετά ακόμα ενσωματώθηκαν στους τοίχους του ναού και στο μικρό νεωτερικό κωδωνοστάσιο.
O ναός προ της ανακατασκευής του,βρισκόταν σε ημι ερειπιώδη κατάσταση όπως εμφαίνεται άλλωστε και από την αντίστοιχη φωτογραφία. Τα μόνα τμήματα του αρχικού ναού, που παρέμεναν όρθια ήταν μόνο η κόγχη του Ιερού Βήματος, και αυτή φέρουσα τμήματα προχείρως ανακατασκευασμένα κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας, όπως επίσης και τμήμα του βορείου τοίχου της καμάρας και της βόρειας κεραίας του ναού, ως και ένας ακέραιος κορμός κίονος. Όλα τα υπόλοιπα μέλη των τοίχων του καθολικού υψώνονταν σε ελάχιστο ύψος από το έδαφος. Όπως προαναφέρθη κατά το έτος 1957 μ.Χ., ανακατασκευάστηκε πλήρως ο ναός, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως ενοριακός, χωρίς όμως να υπάρχουν επαρκή στοιχεία για την ακριβή αρχική του μορφή. Η τοιχοποιία έγινε κατά μίμηση της σωζομένης πλινθοπερικλείστου τοιχοποιίας της βορείας όψεως του ναού, ο τρούλλος ακολούθησε τον αθηναϊκό τύπο με μαρμάρινους ημικιονίσκους, ενώ τα ανοίγματα (θύρες – παράθυρα) έγιναν κατά μίμηση άλλων μεσοβυζαντινών αθηναϊκών εκκλησιών. Πάντως, τα ερείπια του νάρθηκος και τα λείψανα των αρκοσολίων διατηρήθηκαν ως είχαν. Ως κιονόκρανα στο εσωτερικό χρησιμοποιήθηκαν μαρμάρινα spolia που βρέθηκαν κατά την ανασκαφή, ενώ αρκετά ακόμα ενσωματώθηκαν στους τοίχους του ναού και στο μικρό νεωτερικό κωδωνοστάσιο.
Κατ΄ αυτόν τον τρόπο ανακατασκευάστηκε ο μικρός σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός των Αγίων Πάντων, εξωτερικών διαστάσεων 8x8 μέτρων, με οκταγωνικό τρούλο. Τα μονόλοβα αψιδωτά παράθυρα του φέρουν πλούσια και αξιοπρόσεκτη διακόσμηση. Στην πλινθοπερίκλειστη τοιχοδομία έχουν εντοιχιστεί αρχαία και μεσαιωνικά αρχιτεκτονικά μέλη, ωρισμένα εκ των οποίων φέρουν επιγραφές, ενώ άλλα είναι ποικιλοτρόπως διακοσμημένα. Η αψίδα του Ιερού Βήματος εξωτερικά είναι τρίπλευρη φέρουσα μια φωτιστική σχισμή.
|
Στις υπόλοιπες πλευρές του ναού απαντούμε ορθογώνιες θύρες με μονοκόμματα μαρμάρινα υπέρθυρα, επάνω από τα οποία ανοίγονται αψιδώματα, στο τύμπανο των οποίων έχουν τοποθετηθεί ψηφιδωτά (ο Χριστός ευλογών και οι Αρχάγγελοι Γαβριήλ και Μιχαήλ). Δυστυχώς μεταγενεστέρως, στη νότια πλευρά έχει προστεθεί μια ιδιαίτερα κακόγουστη σιδερένια προσθήκη, που «τραυματίζει» βάναυσα την εικόνα του βυζαντινού αυτού ναού.
Κατά τις συστηματικές ανασκαφές και έρευνες του μακαριστού κ. Γ. Σωτηρίου το 1922 μ.Χ., όπως προαναφέρθηκε βρέθηκαν αρκετοί τάφοι κοιμηθέντων μοναχών. Τρεις στην βορειανατολική πλευρά του ναού και σε βάθος 3 μέτρων, τρεις στη δυτική πλευρά του προαυλίου χώρου (μεταξύ των οποίων και του ηγουμένου Θεοφυλάκτου (1186 μ. Χ.), και αρκετοί ακόμα κάτω από τον κυρίως ναό.
Κατά τις εργασίες αναστηλώσεως του έτους 1956 μ.Χ., καθαρίσθηκε το Αγίασμα, που βρίσκεται στη Δυτική όψη του Ναού, σε κρύπτη δεξιά της εισόδου και ανασύρθηκαν διάφορα αρχιτεκτονικά μέλη της παλαιάς Μονής. Επιπλέον, ανασύρθηκε ένα πιθάρι για λάδι, που παραμένει ως σήμερα στον προαύλιο χώρο της Μονής Πετράκη.
Το 1964 μ.Χ. βρέθηκαν (λίγο δυτικότερα) 17 χάλκινα αγαλματίδια και 60 λυχνάρια του 2ου με 4ου μ.Χ αιώνα. Από τα ευρήματα των ανασκαφών έχουν εντοιχιστεί στο Κωδωνοστάσιο του Ναού ένα τεμάχιο μαρμάρου με τη λέξη ΟΡΟ(Σ) δηλ. σύνορο, προφανώς του Ιερού χώρου, και ένα άλλο με ανάγλυφο Σταυρό, που βρέθηκε στα θεμέλια. |
Η εμφανής υψομετρική διαφορά του ναού με την οδό Τσόχα, υπενθυμίζει το γεγονός ότι ο ναΐσκος είναι γέννημα μιας προγενέστερης ιστορικής περιόδου.
Byzantine Athens