ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΕΣ - ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΕΣ
ΣΤH ΜΕΣΟΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΧΗ
Αρχικά θα πρέπει να τονιστεί ότι ο όρος αρχιτέκτων, κάλυπτε διαφορετική χροιά στον ελληνορωμαϊκό κόσμο από ότι στον Βυζαντινό. Κατά την αρχαιότητα ο αρχιτέκτων, ήταν ένας επώνυμος δημιουργός - καλλιτέχνης με υψηλότατη παιδεία, που του επέτρεπε να συνομιλεί επί ίσοις όροις με ποιητές, φιλοσόφους και άρχοντες πολιτειών ολόκληρων.
Αντίθετα, για τους Βυζαντινούς, η δημιουργία προέρχεται αποκλειστικά από τον Θεό, δεδομένου ότι το σύμπαν και η ανθρωπότητα ολόκληρη είναι δημιουργήματα της θελήσεώς Του. Δευτερευόντως, δημιουργός μπορούσε να καλεστεί ο εκάστοτε αυτοκράτορας, ως ο μοναδικός εκπρόσωπος της Θεότητας επί της γης, ως «ελέω Θεού αυτοκράτωρ των Ρωμαίων». Σε τρίτη μόλις στάθμη έρχονταν οι αρχιτέκτονες, αγιογράφοι, τεχνίτες κ.λπ., που εργάζονταν με την χάρη του Αγίου Πνεύματος. Άλλωστε η υπογραφή των αγιογράφων στα έργα τους κάτω από την φράση, «διά χειρός» του τάδε, υποδηλώνει την παραδοχή τους ότι αποτελούσαν απλά όργανα της δημιουργίας της Θεού. Αυτός ήταν και ο λόγος, που προ της ενάρξεως της εργασίας τους προηγείτο κατά κανόνα κάποια περίοδος νήψεως (εντατικής νηστείας και προσευχής), προκειμένου ο Θεός να ευλογήσει και να οδηγήσει το έργο τους. Βάσει αυτών, δυνάμεθα να κατανοήσουμε εύκολα την ανωνυμία των αρχιτεκτόνων των περίλαμπρων βυζαντινών ναών, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων (π.χ. του Ανθέμιου και του Ισιδώρου της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως). |
Ο Βυζαντινός πολιτισμός βασίζετο κατά κύριο λόγο στην παράδοση και ως εκ τούτου η οποιαδήποτε πρωτοτυπία αντιμετωπίζετο με σκεπτικισμό, καθώς η αναδρομή στα προηγούμενα, στα καθιερωμένα – κεκτημένα και συμβατά με την Χριστιανική Θεολογία αποτελούσαν τον κανόνα.
Παρά ταύτα, τον 9 – 12ο αιώνα μετά Χριστόν, η βυζαντινή ναοδομία εξελίσσεται σημαντικά εμφανίζοντας νέους ρυθμούς και προβαίνοντας σε ιδιαίτερη χρήση των υλικών, ώστε να επιτυγχάνεται κάθε φορά η μέγιστη δυνατή ευστάθεια, αντοχή και αισθητική απόλαυση του πιστού. Τρανό παράδειγμα αποτελούν οι μικροί σταυροειδείς εγγεγραμμένοι με τρούλλο ναοί της Αθήνας. Η εξέλιξη αυτή μπορεί να εξηγηθεί ιστορικά ποικιλοτρόπως. Θεολογικά (με τη λήξη της εικονομαχίας και την εμφάνιση μεγάλων μορφών της Θεολογίας π.χ. Άγ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Αγ. Συμεών νέου Θεολόγου κ.α.), οικονομικά, κοινωνικά με την οικονομική ύφεση που έπληξε το Βυζάντιο τους τρεις αιώνες που ακολούθησαν την βασιλεία του Ιουστινιανού και βασικά πολιτικά με την εξάπλωση των Σλάβων στην Βαλκανική και των Αράβων στην ανατολή. Η εξάπλωση αυτή, είχε σαν αποτέλεσμα όχι μόνο την οριστική απώλεια μεγάλων αστικών κέντρων για τη βυζαντινή αυτοκρατορία και την μεγαλύτερη ζύμωση των πληθυσμών με άλλους πολιτισμούς (κυκλοφορία γνώσεων και ιδεών).
Κατά καιρούς αναπτύχθηκε η θεωρία ότι η αρχιτεκτονική τέχνη ήταν αποκλειστικά εμπειρική κατά τα μεσοβυζαντινά έτη και ότι οι αρχιτέκτονες περιορίζονταν στην πιστή αντιγραφή ενός αρχιτεκτονικού έργου. Κύριοι πυλώνες της θεωρίες αυτής αποτέλεσαε το γεγονός του σημαντικού περιορισμού του μεγέθους των ναών, της παραμελήσεως στην παιδεία της καλλιέργειας των μαθηματικών επιστημών σε σχέση με τις θεωρητικές επιστήμες και βασικά της μη ανευρέσεως αρχιτεκτονικών σχεδίων και προπλασμάτων.
Αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα αυτό, οι σημερινοί ιστορικοί θεώρησαν σκόπιμο να διαχωρίσουν τους βυζαντινούς τεχνίτες που ανήγειραν ναούς, σε δύο κατηγορίες, με βάση τα έργα που άφησαν. Στους αρχιτέκτονες, που ήταν σε θέση να σχεδιάσουν σύνθετα και πρωτότυπα κτήρια, και στους αρχιμάστορες, που ανήγειραν ναούς βάσει παλαιοτέρων προτύπων, ακολουθώντας την πείρα τους ή τις υποδείξεις του εργοδότη τους.
Η θεωρία λοιπόν της εμπειρικής ανεγέρσεως ναών κατά την βυζαντινή περίοδο, βρίσκει εφαρμογή αποκλειστικά στους αρχιμάστορες της εποχής εκείνης. Αντίθετα οι βυζαντινοί αρχιτέκτονες του 10ου -12ου αιώνος μ.Χ. ήταν εκείνοι, που ισορρόπησαν να αντισταθμίσουν την οικονομική στενότητα με την σμίκρυνση του μεγέθους των ναών και πέτυχαν την ανέγερση βυζαντινών μνημείων εκπληκτικής ομορφιάς και λειτουργικότητος. Η μη ανεύρεση αρχιτεκτονικών σχεδίων και προπλασμάτων από την εποχή εκείνη, θα μπορούσε να εξηγηθεί τόσο από την χρήση ευτελών υλικών για την δημιουργία τους όσο και από την έλλειψη ενδιαφέροντος για την διατήρησή - συντήρησή τους. Μπορεί μεν οι βυζαντινοί αρχιτέκτονες να είχαν ελλιπή γνώση της αρχαίας ελληνορωμαϊκής ιστορίας και τέχνης, ακόμα και να αγνοούσαν τα σύγχρονα αραβικά αρχιτεκτονικά επιτεύγματα, αλλά σίγουρα είχαν την επαρκή μαθηματική – γεωμετρική κατάρτιση για την συγκρότηση αρχιτεκτονικών σχεδίων. Άλλωστε, η αναλογία των ¾ στο μέγεθος των ναών που υφίσταται μεταξύ της Σωτήρας Λυκοδήμου στην Αθήνα (Ρώσικη εκκλησία) και του καθολικού της μονής του Οσίου Λουκά δεν μαρτυρεί την εκτεταμένη χρήση των γεωμετρικών κανόνων και αρχών.
|
Εκ των ανωτέρω γίνεται σαφής η ελλιπής γνώση των σύγχρονων ιστορικών για τον τρόπο εργασίας των βυζαντινών αρχιτεκτόνων – αρχιμαστόρων κατά την ανέγερση ναών. Τα μόνα δεδομένα, είναι ότι οι βυζαντινοί χτίστες στο εργοτάξιο υλοποιούσαν προσωρινά ευθείες γραμμές είτε στην κάτοψη του κτηρίου, είτε στις τομές του με τη χρήση σπαρτιών, των σημερινών καλουμένων ραμμάτων δηλαδή. Ταυτόχρονα χρησιμοποιούσαν σκοινιά μήκους 21 μέτρων υποδιαιρούμενα σε οργυιές για τη μέτρηση των πλευρών, ενώ στο Μουσείο Μπενάκη φιλοξενείται ένας διαβήτης του 6ου – 7ου αιώνος μ.Χ., ως ένα ακόμα αποδεικτικό στοιχείο για την χρήση γεωμετρίας από τους βυζαντινούς αρχιτέκτονες. |
Κύρια πηγή του συγκεκριμένου άρθρου αποτελέσε το βιβλίο του κ. Χαράλαμπου Μπούρα με τίτλο Τρόποι Εργασίας των Βυζαντινών αρχιτεκτόνων και αρχιμαστόρων, 2010 Εκδόσεις Ακαδημίας Αθηνών.