ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ ΠΑΥΛΟΣ
Η προσωπικότητα που επηρέασε ανεξίτηλα ολόκληρη τη μορφή και την μετέπειτα πορεία της Βυζαντινής Αθήνας, υπήρξε αναμφισβήτητα ο Μέγας Απόστολος των Εθνών Παύλος. Η σύνδεσή του με την Βυζαντινή Αθήνα δεν φαίνεται εκ πρώτης όψεως να είναι ισχυρή, λόγω της χρονικής αποστάσεως που χωρίζει την περίοδο της επίγειας ζωής του αποστόλου (5-68 μ.Χ.) με τα Βυζαντινά χρόνια σε σημείο να γίνεται άμεσα εμφανής η μοναδικότης της επισκέψεώς του στην περιώνυμη πόλη των αρχαίων φιλοσόφων. Όμως, αυτή η σύντομη επίσκεψη, ήταν αρκετή όχι μόνο να τον καταστήσει Ιδρυτή της Εκκλησίας των Αθηνών, αλλά κυρίως να προδιαγράψει το πλαίσιο της ιδιόμορφης συζεύξεως ελληνισμού και χριστιανισμού, που πρόκειτο να πραγματωθεί κατά τους επερχόμενους αιώνες στην πόλη. Η συνεχής αναφορά του Παύλου στον ευαγγελικό Λόγο, κατά τη συνομιλία του με τους Αθηναίους πολίτες στην Αρχαία Αγορά, ήταν αυτή, που τον έφερε επίσημο ομιλητή στον Άρειο Πάγο, όπου και εξεφώνησε τη μνημειώδη ομιλία του για τον ανάστατα Χριστό. Η εξιστόρηση του γεγονότος αυτού, αποτελεί και την μοναδική αναφορά της Καινής Διαθήκης για τη συνάντηση του Χριστιανισμού με την Αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία. |
Παρά το γεγονός, ότι η ανταπόκριση του Αθηναϊκού κοινού στο κήρυγμα του Παύλου ήταν απογοητευτική – πιθανώς και χλευαστική («ἀκουσόμεθά σου πάλιν»)- εν τούτοις τέθηκαν οι στέρεες βάσεις του Αποστολικού Λόγου πάνω στις οποίες οι συνεχιστές και μαθητές του έργου του (οι Άγιοι Διονύσιος και Ιερόθεος οι Αεροπαγίτες, η Δάμαρις κ.α.) θα εκχριστιάνιζαν την Αθήνα κατά την διάρκεια των επερχόμενων γενεών.
Συγκεκριμένα, το 51 μ.Χ ο Απόστολος Παύλος, που είχε μόλις φυγαδευτεί καταδιωκόμενος από την μανία των Ιουδαίων κατοίκων της Βεροίας, παρέπλευσε στο Σούνιο, αποβιβάστηκε στο Παλαιό Φάληρο και από εκεί, μέσω της σημερινής Λεωφόρου Συγγρού, έφθασε στην «κατ είδωλον» (γεμάτη είδωλα) πόλη των Αθηνών. Αμέσως άρχισε να ομιλεί με κάθε ευκαιρία καθημερινά για το ευαγγέλιο του Χριστού στην Αρχαία Αγορά. Τα λόγια του Παύλου για τα ξένα δαιμόνια (θεότητες) προκάλεσαν την περιέργεια των Αθηναίων, με αποτέλεσμα να τον προσκαλέσουν να εκθέσει δημοσία αυτήν την καινή διδαχή στην Άρειο Πάγο. Ήταν ο ανοικτός χώρος βορειοδυτικά της ακροπόλεως, που ενδείκνυτο για τέτοιες συνάξεις.
Η Αθήνα, ως πόλη του πνεύματος εμφάνιζε πολλές ιδιαιτερότητες σε σχέση με τις άλλες πόλεις της περιοδείας του. Σαφέστατα συνιστούσε διαφορετικό είδος πρόκλησης για τον Παύλο, καθότι ναι μεν κάτοικοι της Αθήνας είχαν πολλές πνευματικές αναζητήσεις και ήταν ανοικτοί σε νέες ιδέες, αλλά συγχρόνως, λόγω του φιλοσοφικού πνεύματος, που τις διέκρινε, δεν ήταν εύκολο να πεισθούν σε κάτι νέο. Για την ακρίβεια σε όλη την Αγία Γραφή, αποτελούσαν το μοναδικό ακροατήριο, που ήταν εξασκημένο στο να προβάλει αντιρρήσεις βασισμένο σε λογικά επιχειρήματα. Ο Απόστολος, ως μέτοχος υψηλής ελληνικής μορφώσεως, γνώριζε προφανώς καλά το επικρατούν κλίμα της Αθήνας και για αυτό εργάστηκε με σύνεση και μέθοδο, προκειμένου να προβάλει κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την πίστη στον Ένα και Αληθινό Θεό. Για το λόγο αυτό άλλωστε, χρησιμοποίησε φιλοσοφικούς όρους και αναγκάστηκε να επακολουθήσει τους κανόνες του παιχνιδιού, που έθεταν οι οικοδεσπότες του. Το κήρυγμά του για πρώτη και τελευταία φορά αναφερόταν σε ειδωλολατρικούς βωμούς και έλληνες ποιητές. Μέσα λοιπόν από την ομιλία του Παύλου στον Άρειο Πάγο τέθηκαν τα θεμέλια ενός διαλόγου μεταξύ δύο διαφορετικών παραδόσεων, της Χριστιανικής και της Αρχαίας Ελληνικής.
Ο Παύλος θέλοντας να παρουσιάσει με πειστικό τρόπο το κήρυγμά του, εκμεταλλεύτηκε την Αθηναϊκή παράδοση, παίρνοντας αφορμή από το βωμό του Αγνώστου Θεού. Η ύπαρξη του βωμού αυτού σήμαινε την παραδοχή των Αθηναίων, ότι δεν γνώριζαν τα πάντα επί των θρησκευτικών ζητημάτων και παράλληλα καταδείκνυε τη θρησκευτικότητα τους, που εξήρε ο Παύλος, καθότι χωρίς να το γνωρίζουν ουσιαστικά αναζητούσαν τον Θεό Του. Ο Απόστολος προσπάθησε να βρει μια χαραμάδα μέσα από την Αθηναϊκή παράδοση διά της οποίας θα μπορούσε να παρεμβάλλει το μήνυμά του και να επικοινωνήσει μαζί τους. Αυτή ακριβώς η πρώτη στιγμή εμφάνισης του χριστιανισμού στο αθηναϊκό κοινό, φανερώνει ύψιστο σεβασμό προς την πόλη των γραμμάτων και της τέχνης, καθότι επιλέγει να τους μιλήσει στον τρόπο, που οι ίδιοι σκέπτονται και εκφράζονται.
|
Ο συνηθισμένος σε εχθρικές και βίαιες αντιδράσεις των απανταχού Ιουδαίων και αξιωματούχων Ρωμαίων της οικουμένης, Παύλος, λύγισε στην χλεύη και την απόρριψη που εισέπραξε, γεγονός που τον εξανάγκασε άμεσα να εγκαταλείψει την πόλη, απογοητευμένος. Ενδεικτικό του γεγονότος είναι, ότι σε καμιά επιστολή του δεν αναφέρεται στο πέρασμα του από τη Αθήνα, την στιγμή που ο απ. Λουκάς στις Πράξεις των Αποστόλων δίνει κεντρική θέση στο ίδιο γεγονός. φέρεται να μην άντεξε την χλεύη αυτή με αποτέλεσμα να αναχωρήσει για την Κόρινθο απογοητευμένος. Πιθανότατα αυτός είναι και ο λόγος της μη αναφοράς του από το πέρασμά του στην Αθήνα σε καμιά επιστολή του, παρά το γεγονός ότι κατέχει κεντρική θέση στο βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων του Αποστόλου Λουκά. Είναι άλλωστε το μοναδικό απόσπασμα στη διήγηση των Γραφών, όπου ο σπόρος του χριστιανικού μηνύματος «κατέπεσε επί την πέτρα».
Παρότι κατά τα φαινόμενα η Αποστολή του Παύλου είχε αποτύχει, εν τούτοις λίγοι αλλά εκλεκτοί προσκολλήθηκαν στον Παύλο, πίστεψαν, βαπτίστηκαν και αποτέλεσαν τον πυρήνα της πρώτης Εκκλησίας των Αθηνών με προεξάρχοντες τον Άγιο Διονύσιο τον Αεροπαγίτη και την Δάμαρις.
Η ομιλία του Παύλου ακολούθησε μια ιδιάζουσα προσέγγιση. Από τη γενικότητα της υπάρξεως του Θεού, σταδιακά κατεύθυνε το λόγο το προς ένα συγκεκριμένο μήνυμα, την πίστη στον Αναστάντα Χριστό. Ο αρχαίος κόσμος παρότι υιοθετούσε την πίστη αθανασία της ψυχής του ήταν ανήκουστη και αδιανόητη η έννοιας της αναστάσεως ψυχής και σώματος. Η ειδωλολατρία ουσιαστικά αποτελούσε ανυπέρβλητο τροχοπέδη στην κατανόηση, αφομοίωση και ακόμα περισσότερο στην πίστη της Αναστάσεως ολοκλήρου του ανθρώπου. Ο λόγος του Παύλου στην ανάσταση των νεκρών, προκάλεσε τη χλεύη (ως μωρία) και την καταφρόνηση των Αθηναίων, με αποτέλεσμα η ομιλία να διακοπεί. |
Στα χρονικά της Χριστιανικής ιεραποστολής δεν υπάρχει τολμηρότερο εγχείρημα από την ομιλία του Αποστόλου Παύλου στην Αθήνα. Το μεγαλείο του κηρύγματος του Αποστόλου στην Πνύκα ήταν η διάνοιξη ενός νέου δρόμου ιεραποστολής. Έδειξε δηλαδή τον δρόμο με τον οποίο το χριστιανικό μήνυμα πρέπει να προσαρμόζεται στις ιδιάζουσες τοπικές συνθήκες. Οι διάδοχοι του Παύλου, που εκχριστιάνισαν την Αθήνα 5 αιώνες αργότερα, επρόκειτο ακολουθήσουν τα ίδια βήματα, προκειμένου να κάνουν προσιτή την αλήθεια στο ακροατήριό τους.
Οι ενέργειες του Αποστόλου είχαν εν πολλοίς δείξει πως θα μπορούσε να επιτευχθεί αυτή η μετάβαση. Ήταν πλέον χρέος άλλων να μετατρέψουν την κάποτε «κατείδωλον» πόλη τους σε κέντρο χριστιανικής λατρείας, που θα προσείλκυε προσκυνητές μάλλον, παρά σπουδαστές φιλοσοφίας.
Η Βυζαντινή Αθήνα, οφείλει τελικά τεράστια ευγνωμοσύνη στον Παύλο για τον σεβασμό που επέδειξαν οι κάτοικοί της στα αρχαία της μνημεία στο πέρασμα των αιώνων. Πρώτος αυτός σεβάστηκε και τίμησε την Αρχαία Παράδοση προσπαθώντας μέσω αυτής να αναδείξει την Χριστιανική Πίστη. Θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος ότι ήταν εκείνος που νοητά μετέτρεψε τον ναό της Αθηνάς σε ναό της Αειπάρθενου Παναγίας της Αθηνιώτισσας.
Περισσότερες πληροφορίες σχετικές με την ιστορικότητα της μορφής του Αποστόλου Παύλου και του τιτάνιου έργου του της εκχριστιανίσεως των Εθνών, μπορείτε να βρείτε στο κάτωθι αρχείο.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ_ΠΑΥΛΟΣ_ΑΓΙΟΣ.doc | |
File Size: | 2346 kb |
File Type: | doc |
Λοιπές φωτογραφίες
ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΡΑΞΕΩΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
|
ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
|
16 Ἐν δὲ ταῖς Ἀθήναις ἐκδεχομένου αὐτοὺς τοῦ Παύλου, παρωξύνετο τὸ πνεῦμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ θεωροῦντι κατείδωλον οὖσαν τὴν πόλιν.
17 διελέγετο μὲν οὖν ἐν τῇ συναγωγῇ τοῖς Ἰουδαίοις καὶ τοῖς σεβομένοις καὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ κατὰ πᾶσαν ἡμέραν πρὸς τοὺς παρατυγχάνοντας. 18 τινὲς δὲ καὶ τῶν Ἐπικουρείων καὶ Στωϊκῶν φιλοσόφων συνέβαλλον αὐτῷ, καί τινες ἔλεγον· Τί ἂν θέλοι ὁ σπερμολόγος οὗτος λέγειν; οἱ δέ· Ξένων δαιμονίων δοκεῖ καταγγελεὺς εἶναι· ὅτι τὸν Ἰησοῦν καὶ τὴν ἀνάστασιν εὐηγγελίζετο αὐτοῖς. 19 ἐπιλαβόμενοί τε αὐτοῦ ἐπὶ τὸν Ἄρειον Πάγον ἤγαγον, λέγοντες· Δυνάμεθα γνῶναι τίς ἡ καινὴ αὕτη ἡ ὑπὸ σοῦ λαλουμένη διδαχή; 20 ξενίζοντα γάρ τινα εἰσφέρεις εἰς τὰς ἀκοὰς ἡμῶν· βουλόμεθα οὖν γνῶναι τί ἂν θέλοι ταῦτα εἶναι. 21 Ἀθηναῖοι δὲ πάντες καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες ξένοι εἰς οὐδὲν ἕτερον εὐκαίρουν ἢ λέγειν τι ἢ ἀκούειν καινότερον. 22 Σταθεὶς δὲ ὁ Παῦλος ἐν μέσῳ τοῦ Ἀρείου Πάγου ἔφη· Ἄνδρες Ἀθηναῖοι, κατὰ πάντα ὡς δεισιδαιμονεστέρους ὑμᾶς θεωρῶ· 23 διερχόμενος γὰρ καὶ ἀναθεωρῶν τὰ σεβάσματα ὑμῶν εὗρον καὶ βωμὸν ἐν ᾧ ἐπεγέγραπτο, Ἀγνώστῳ θεῷ. ὃν οὖν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε, τοῦτον ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν. 24 ὁ Θεὸς ὁ ποιήσας τὸν κόσμον καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῷ, οὗτος οὐρανοῦ καὶ γῆς Κύριος ὑπάρχων οὐκ ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ 25 οὐδὲ ὑπὸ χειρῶν ἀνθρώπων θεραπεύεται προσδεόμενός τινος, αὐτὸς διδοὺς πᾶσι ζωὴν καὶ πνοὴν καὶ τὰ πάντα· 26 ἐποίησέ τε ἐξ ἑνὸς αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπὶ πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, ὁρίσας προστεταγμένους καιροὺς καὶ τὰς ὁροθεσίας τῆς κατοικίας αὐτῶν, 27 ζητεῖν τὸν Κύριον εἰ ἄρα γε ψηλαφήσειαν αὐτὸν καὶ εὕροιεν, καί γε οὐ μακρὰν ἀπὸ ἑνὸς ἑκάστου ἡμῶν ὑπάρχοντα. 28 Ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν, ὡς καί τινες τῶν καθ' ὑμᾶς ποιητῶν εἰρήκασιν· τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν. 29 γένος οὖν ὑπάρχοντες τοῦ Θεοῦ οὐκ ὀφείλομεν νομίζειν χρυσῷ ἢ ἀργύρῳ ἢ λίθῳ, χαράγματι τέχνης καὶ ἐνθυμήσεως ἀνθρώπου, τὸ θεῖον εἶναι ὅμοιον. 30 τοὺς μὲν οὖν χρόνους τῆς ἀγνοίας ὑπεριδὼν ὁ Θεὸς τὰ νῦν παραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι πανταχοῦ μετανοεῖν, 31 διότι ἔστησεν ἡμέραν ἐν ᾗ μέλλει κρίνειν τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ ἐν ἀνδρὶ ᾧ ὥρισε, πίστιν παρασχὼν πᾶσιν ἀναστήσας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν. 32 Ἀκούσαντες δὲ ἀνάστασιν νεκρῶν οἱ μὲν ἐχλεύαζον, οἱ δὲ εἶπον· Ἀκουσόμεθά σου πάλιν περὶ τούτου. 33 καί οὕτως ὁ Παῦλος ἐξῆλθεν ἐκ μέσου αὐτῶν. 34 τινὲς δὲ ἄνδρες κολληθέντες αὐτῷ ἐπίστευσαν, ἐν οἷς καὶ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ γυνὴ ὀνόματι Δάμαρις καὶ ἕτεροι σὺν αὐτοῖς. |
16 Ἐνῷ ὁ Παῦλος τοὺς ἐπερίμενε εἰς τὰς Ἀθήνας, τὸ πνεῦμά του ἐξεγείρετο, ἐπειδὴ ἔβλεπε τὴν πόλιν νὰ εἶναι γεμάτη ἀπὸ εἴδωλα.
17 Συζητοῦσε λοιπὸν εἰς τὴν συναγωγὴν μὲ τοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς θεοσεβεῖς καί, καθημερινῶς εἰς τὴν ἀγοράν, μὲ ἐκείνους ποὺ τυχὸν εὑρίσκοντο ἐκεῖ. 18 Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Ἐπικουρείους καὶ τοὺς Στωϊκοὺς φιλοσόφους ἦλθαν εἰς ἐπαφὴν μαζί του καὶ μερικοὶ ἔλεγαν, «Τί ἆραγε θέλει νὰ πῇ αὐτὸς ὁ φλύαρος;». Ἄλλοι ἔλεγαν, «Φαίνεται νὰ εἶναι κῆρυξ ξένων θεῶν». Διότι ἐκήρυττε εἰς αὐτοὺς τὸ χαρμόσυνον ἄγγελμα τοῦ Ἰησοῦ καὶ τῆς ἀναστάσεως. 19 Τὸν ἐπῆραν λοιπὸν καὶ τὸν ἔφεραν εἰς τὸν Ἄρειον Πάγον καὶ τοῦ εἶπαν, «Μποροῦμε νὰ μάθωμε ποιά εἶναι ἡ καινούργια αὐτὴ διδασκαλία διὰ τὴν ὁποῖαν μιλᾶς; 20 Κάτι περίεργα πράγματα φέρεις εἰς τὴν ἀκοήν μας καὶ θέλομε νὰ μάθωμε τί ἆραγε εἶναι αὐτά». 21 Ὅλοι οἱ ξένοι ποὺ ἔμεναν ἐκεῖ, δὲν εἶχαν διαθέσιμον χρόνον διὰ τίποτε ἄλλο παρὰ διὰ νὰ λέγουν καὶ νὰ ἀκούουν κάτι νεώτερον. 22 Τότε ὁ Παῦλος ἐστάθηκε εἰς τὸ μέσον τοῦ Ἀρείου Πάγου καὶ εἶπε, «Ἄνδρες Ἀθηναῖοι, βλέπω ὅτι εἶσθε ἀπὸ πάσης ἀπόψεως πολὺ θρῆσκοι. 23 Διότι καθὼς περνοῦσα καὶ ἐκύτταζα τὰ ἱερά σας, εὑρῆκα καὶ ἕνα βωμόν, εἰς τὸν ὁποῖον ὑπῆρχε ἐπιγραφὴ, «Εἰς τὸν ἄγνωστον Θεόν». Αὐτὸν λοιπὸν ποὺ λατρεύετε, χωρὶς νὰ τὸν ξέρετε, αὐτὸς ἐγὼ σᾶς κηρύττω. 24 Ὁ Θεὸς ποὺ ἐδημιούργησε τὸν κόσμον καὶ ὅλα ὅσα εἶναι εἰς τὸν κόσμον, καὶ ὁ ὁποῖος εἶναι Κύριος οὐρανοῦ καὶ γῆς, δὲν κατοικεῖ σὲ ναοὺς κατασκευασμένους ἀπὸ χέρια ἀνθρώπων, 25 οὔτε ἐξυπηρετεῖται ἀπὸ χέρια ἀνθρώπων σὰν νὰ εἶχε ἀνάγκην ἀπὸ κάτι, αὐτὸς ποὺ δίνει εἰς ὅλους ζωὴν καὶ πνοὴν καὶ γενικῶς ὅλα. 26 Ἐδημιούργησε ὁλόκληρον τὸ ἀνθρώπινον γένος ἀπὸ ἕνα αἷμα διὰ νὰ κατοικῇ εἰς ὅλην τὴν γῆν, ἀφοῦ ὥρισε ὡρισμένας ἀποχὰς καὶ τὰ ὁρόσημα τῆς κατοικίας των, 27 διὰ νὰ ζητοῦν τὸν Κύριον μήπως τὸν ψηλαφήσουν καὶ τὸν βροῦν, ἂν καὶ δὲν εἶναι μακρυὰ ἀπὸ καθένα ἀπὸ μᾶς. 28 Διότι μέσα σ’ αὐτὸν ζοῦμε καὶ κινούμεθα καὶ ὑπάρχομεν, καθὼς καὶ μερικοὶ ἐκ τῶν ποιητῶν σας ἔχουν πῆ, «Εἴμεθα καὶ γένος του». 29 Ἀφοῦ λοιπὸν εἴμεθα γένος τοῦ Θεοῦ, δὲν πρέπει νὰ νομίζωμεν ὅτι ἡ θεότης μοιάζει μὲ χρυσὸν ἢ ἄργυρον ἤ λίθον, σκαλιστὸν ἔργον τέχνης καὶ ἀνθρώπινης συλλήψεως. 30 Τοὺς χρόνους ἐκείνους τῆς ἀγνοίας παρέβλεψε ὁ Θεὸς καὶ τώρα παραγγέλει εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους παντοῦ νὰ μετανοήσουν, 31 διότι ὥρισε ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν μέλλει νὰ κρίνῃ τὴν οἰκουμένην μὲ δικαιοσύνην δι’ ἀνδρός, τὸν ὁποῖον ὥρισε. Περὶ τούτου ἔδωκε εἰς ὅλους βεβαίωσιν ἀναστήσας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν». 32 Ὅταν ἄκουσαν ἀνάστασιν νεκρῶν, μερικοὶ εἰρωνεύοντο, ἄλλοι εἶπαν, «Θὰ σὲ ἀκούσωμεν καὶ πάλιν διὰ τὸ ζήτημα αὐτό». 33 Καὶ ἔτσι ὁ Παῦλος ἔφυγε ἀπὸ ἀνάμεσά τους. 34 Μερικοὶ προσεκολλήθησαν σ’ αὐτὸν καὶ ἐπίστεψαν, μεταξὺ αὐτῶν καὶ ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ κάποια γυναῖκα ὀνομαζομένη Δάμαρις καὶ ἄλλοι ἐπίσης. |