ΓΕΝΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Ο κάθε πολιτισμός αναπτύσσεται μέσα σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Ο μελετητής της ιστορίας, είναι αδύνατο να προσεγγίσει τα επιτεύγματα του οποιοδήποτε πολιτισμού, αν τα αποκόψει από το ιστορικό πλαίσιό του. Ως εκ τούτου, η ανέγερση των βυζαντινών ναών της Αθήνας του 10ου -12ου αιώνος μ.Χ., πρέπει υποχρεωτικά να προσεγγιστεί με βάση τις δεδομένες συνθήκες, που επικρατούσαν την εποχή εκείνη. Η έλλειψη όμως επαρκών ιστορικών πληροφοριών για την μεσοβυζαντινή εποχή στην Αθήνα, η αποσπασματική αρχαιολογική πληροφορία των σωστικών ανασκαφών αλλά και η σημερινή άναρχη ανοικοδόμηση της περιοχής, δε μας επιτρέπει να παρακολουθήσουμε με χρονολογική ακρίβεια την ιστορία των μνημείων.
Κατά τη μακραίωνη ιστορία της, η πόλη των Αθηνών έχει να επιδείξει περιόδους ακμής και παρακμής. Υπήρξε όμως πάντοτε, σε όλες σχεδόν τις ιστορικές περιόδους, σημείο αναφοράς, κέντρο πολιτισμού και πνευματικής ακτινοβολίας.
Έως τις αρχές του 3ου αιώνος μ.Χ. λοιπόν, η Αθήνα διατηρούσε σε μεγάλο βαθμό την αρχαία της αίγλη, βασικά λόγο των έργων του αυτοκράτορα Ανδριανού και του ρήτορα – φιλοσόφου Ηρώδη του Αττικού. Οι φημισμένες ανά την οικουμένη φιλοσοφικές σχολές της , εξακολουθούσαν να λειτουργούν κανονικά, ενώ οι χριστιανικοί πληθυσμοί συνυπήρχαν αρμονικά με τους πιστούς της αρχαίας ελληνικής θρησκείας.
Το 267 μ.Χ. όμως, το σκανδιναβικό βάρβαρο φύλο των Ερούλων, πολιόρκησαν και κατέστρεψαν την Αθήνα. Πυρπόλησαν την πόλη, λεηλάτησαν τα πάντα στο πέρασμά τους και κατέστρεψαν το Ωδείο του Ηρώδη του Αττικού. Το τείχος ευτυχώς προστάτεψε την ακρόπολη, από την καταστροφική μανία των Ερούλων, που εν συνεχεία κινήθηκαν εν συνεχεία προς την Κόρινθο. Το αρχαίο τείχος της Αθήνας, εγκαταλείφθηκε μισοκατεστραμένο και στην θέση του οικοδομήθηκε το πολύ μικρότερης εκτάσεως λεγόμενο υστερορρωμαϊκό (276-282 μ.Χ.), με υλικά προερχόμενα από τα ερειπωμένα κτήρια της πόλεως. Ο αστικός ιστός της πόλεως περιορίστηκε στο κεντρικότερο τμήμα της, γύρω από την Ρωμαϊκή αγορά και με αμυντικό περίβολο το υστερορρωμαϊκό αυτό τείχος. Η Αθήνα μετατράπηκε ξαφνικά σε ένα περιορισμένο σε έκταση και πληθυσμό οικισμό, που αγωνιζόταν να επιβιώσει μέσα σε ένα απέραντο σωρό ερειπίων.
Κατά τη μακραίωνη ιστορία της, η πόλη των Αθηνών έχει να επιδείξει περιόδους ακμής και παρακμής. Υπήρξε όμως πάντοτε, σε όλες σχεδόν τις ιστορικές περιόδους, σημείο αναφοράς, κέντρο πολιτισμού και πνευματικής ακτινοβολίας.
Έως τις αρχές του 3ου αιώνος μ.Χ. λοιπόν, η Αθήνα διατηρούσε σε μεγάλο βαθμό την αρχαία της αίγλη, βασικά λόγο των έργων του αυτοκράτορα Ανδριανού και του ρήτορα – φιλοσόφου Ηρώδη του Αττικού. Οι φημισμένες ανά την οικουμένη φιλοσοφικές σχολές της , εξακολουθούσαν να λειτουργούν κανονικά, ενώ οι χριστιανικοί πληθυσμοί συνυπήρχαν αρμονικά με τους πιστούς της αρχαίας ελληνικής θρησκείας.
Το 267 μ.Χ. όμως, το σκανδιναβικό βάρβαρο φύλο των Ερούλων, πολιόρκησαν και κατέστρεψαν την Αθήνα. Πυρπόλησαν την πόλη, λεηλάτησαν τα πάντα στο πέρασμά τους και κατέστρεψαν το Ωδείο του Ηρώδη του Αττικού. Το τείχος ευτυχώς προστάτεψε την ακρόπολη, από την καταστροφική μανία των Ερούλων, που εν συνεχεία κινήθηκαν εν συνεχεία προς την Κόρινθο. Το αρχαίο τείχος της Αθήνας, εγκαταλείφθηκε μισοκατεστραμένο και στην θέση του οικοδομήθηκε το πολύ μικρότερης εκτάσεως λεγόμενο υστερορρωμαϊκό (276-282 μ.Χ.), με υλικά προερχόμενα από τα ερειπωμένα κτήρια της πόλεως. Ο αστικός ιστός της πόλεως περιορίστηκε στο κεντρικότερο τμήμα της, γύρω από την Ρωμαϊκή αγορά και με αμυντικό περίβολο το υστερορρωμαϊκό αυτό τείχος. Η Αθήνα μετατράπηκε ξαφνικά σε ένα περιορισμένο σε έκταση και πληθυσμό οικισμό, που αγωνιζόταν να επιβιώσει μέσα σε ένα απέραντο σωρό ερειπίων.
Ήδη από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες εκδίδονταν μια σειρά από αυτοκρατορικά διατάγματα για την σταδιακή αναβάθμιση της πόλεως, η οποία σιγά - σιγά αποκτά μια χριστιανική, μεσαιωνική ομορφιά. Συγκεκριμένα, ο Θεοδόσιος ο Α΄ (380-394 μ.Χ.), απαγόρευσε την αρχαία λατρεία και τους Ολυμπιακούς Αγώνες, ενώ ο Θεοδόσιος Β΄ (408-450 μ.Χ.) κατήργησε την Ελευσινιακή λατρεία και προέτρεψε τα αρχαία ιερά να μετατραπούν σε εκκλησίες. Μεταξύ των αρχαίων ναών που μετατράπηκαν σε χριστιανικές εκκλησίας, υπήρξαν στην Ακρόπολη ο Παρθενώνας, το Ερέχθειο, η Πινακοθήκη των Προπυλαίων, το Ασκληπιείο, το αναγνωστήριο της βιβλιοθήκης του Αδριανού, το Ολυμπιείον, οι Αέρηδες κ.α. Αργότερα, ο Ιουστινιανός (527-565 μ.Χ.), με το πρόσχημα των οικονομικών δυσχερειών, έκλεισε τις φιλοσοφικές σχολές της Αθήνας, γεγονός που αποτέλεσε βαρύ πλήγμα τόσο για την οικονομία όσο και την αίγλη της πόλεως, καθότι περιθωριοποιήθηκε ως κέντρο μελέτης και καλλιέργειας των κλασικών γραμμάτων.
Στους δύο επόμενους αιώνες, τους αποκαλούμενους από τους ιστορικούς «σκοτεινούς αιώνες», η Αθήνα, εξαιτίας τόσο των σλαβικών – αραβικών επιδρομών, όσο και και των μεγάλων κοινωνικών μεταβολών που μεταμόρφωσαν τις πόλεις της ύστερης αρχαιότητας σε μεσαιωνικές πόλεις κάστρα,βυθίζεται σιγά-σιγά στην παρακμή και στην εσωστρέφεια. Οι αναφορές των ιστορικών και των χρονογράφων για την Αθήνα είναι πλέον σπάνιες, ενώ τα ανευρεθέντα αρχαιολογικά ευρήματα ελάχιστα. Οπωσδήποτε όμως, η πόλη φαίνεται να παρέμενε ένα μικρό κέντρο πολιτικοστρατιωτικής διοικήσεως, βασιζόμενο στην γεωργική καλλιέργεια, με ισχυρό κάστρο και τείχη που επισκευάστηκαν και ενισχύθηκαν με τετράγωνους οχυρωματικούς πύργους από τον Ιουστινιανό. Επιπλέον, παρατηρήθηκε αυξημένη οικοδομική δραστηριότητα ευτελούς αξίας όμως, από την αυτοκράτειρα του Βυζαντίου Ειρήνη (780-802 μ.Χ.), που κατέγετο από την Αθήνα.
Ο 9ος αιώνας μ.Χ. είναι η απαρχή της μεγάλης δυναστείας των Μακεδόνων, που ανασυγκρότησε την Βυζαντινή Αυτοκρατορία στο σύνολό της, αναδιοργανώνοντας την διοικητικά, αποκαθιστώντας τα σύνορά της (στη Μικρά Ασία και στη Χερσόνησο του Αίμου) και καταπολεμώντας αποτελεσματικά την πειρατεία. Συγκεκριμένα στην Αθήνα δόθηκαν, επιπλέον κίνητρα για την οικονομική και εμπορική ανάπτυξη της πόλεως, ενώ το λιμάνι του Πειραιά, λόγω της στρατηγική του θέσεως γίνεται έδρα του «Θέματος της Ελλάδος», ως ενδιάμεσος σταθμός των μεταγωγικών καραβιών. Παρότι βάση της οικονομίας της Μεσοβυζαντινής Αθήνας αποτελούσε η πρωτογενής παραγωγή (σιτηρά, λάδι, μέλι, κερί, κτηνοτροφικά είδη), που μετά βίας επαρκούσε για τις ανάγκες της τοπικής κατανάλωσης. Ταυτόχρονα άρχισε δειλά δειλά η ανάπτυξη μικρών βιοτεχνιών. Το 869 μ.Χ., ο Πατριάρχης Φώτιος «ανυψώνει» την Εκκλησία της Αθήνας σε Μητρόπολη (ενώ μέχρι τότε υπαγόταν στη μητρόπολη Κορίνθου). Οι τοπικές εξουσίες της Αθήνας, βαθμιαία πέρασαν στον διαμένοντα εντός της Ακροπόλεως μητροπολίτη, που ήταν υπεύθυνος ακόμα και για την οργάνωση της άμυνας της πόλεως. Την εποχή αυτή αναπτύσσεται μια έντονη οικοδομική δραστηριότητα, ιδίως εντός των ύστερων ρωμαϊκών τειχών. Στην Αρχαία Αγορά και γύρω από τον Άρειο Πάγο δημιουργούνται πυκνοκατοικημένες συνοικίες, με βάση το αρχαίο οδικό δίκτυο. Η φήμη της πόλεως, απλώνεται σιγά σιγά σε όλη την βυζαντινή επικράτεια και μετατρέπεται σε μία από τις αναπτυγμένες ζώνες εμπορίου της αυτοκρατορίας. Το 1018 μάλιστα, ο ναός της «Παναγίας της Αθηνιώτισσας» της ακροπόλεως δέχεται την επίσκεψη του αυτοκράτορα Βασίλειου του Β΄, ο οποίος μετά την νίκη του κατά των Βουλγάρων, έρχεται εδώ για να ευχαριστήσει την Παναγία. Η οικιστική αυτή δραστηριότητα επεκτείνεται και τους επόμενους αιώνες λόγω της σχετικής ασφάλειας και ευδαιμονίας, που αναπτύσσεται στην πόλη.
Είναι η εποχή (10ος -12ος αιώνας μ. Χ.), που αναγείρεται μεγάλος αριθμός μικρών διαστάσεων κ βυζαντινού ρυθμού, σε κτήματα πλουσίων Αθηναίων ιδίοις δαπανάς. Σύμφωνα με ξένους περιηγητές της εποχής εκείνης ο συνολικός αριθμός των εκκλησιών της πόλεως (παλαιοχριστιανικές, προβυζαντινές, βυζαντινές) ανήρχοντο σε 300! Τα απερίγραπτης ομορφιάς έως τη σήμερον σωζόμενα βυζαντινά εκκλησάκια της εποχής εκείνης είναι εξαιρετικής αρχιτεκτονικής και ιστορικής αξίας (βλέπε σχετική ενότητα).
Είναι η εποχή (10ος -12ος αιώνας μ. Χ.), που αναγείρεται μεγάλος αριθμός μικρών διαστάσεων κ βυζαντινού ρυθμού, σε κτήματα πλουσίων Αθηναίων ιδίοις δαπανάς. Σύμφωνα με ξένους περιηγητές της εποχής εκείνης ο συνολικός αριθμός των εκκλησιών της πόλεως (παλαιοχριστιανικές, προβυζαντινές, βυζαντινές) ανήρχοντο σε 300! Τα απερίγραπτης ομορφιάς έως τη σήμερον σωζόμενα βυζαντινά εκκλησάκια της εποχής εκείνης είναι εξαιρετικής αρχιτεκτονικής και ιστορικής αξίας (βλέπε σχετική ενότητα).
Το τέλος του 12ου αιώνος μ.Χ., βρίσκει εκ νέου την πόλη κατεστραμμένη από τις επιδρομές Σαρακηνών πειρατών που είχαν κατά κύριο λόγο ως έδρα τους την Αίγινα, από την ανομβρία και τις αυθαιρεσίες τοπικών αρχόντων. Η πόλη εξασθενεί με την παράδοσή της στους Σταυροφόρους το 1205 μ.Χ. να φαίνεται λογικό συνεπακόλουθο.Εισερχόμενοι λοιπόν οι λατίνοι στην πόλη χωρίς καμία αντίσταση, επιδόθηκαν σε εκτεταμένες λεηλασίες και καταστροφές. Δεν δίστασαν μάλιστα να προβούν σε συλήσεις Εκκλησιών και Μονών, ακόμα και της ίδιας της Παναγίας της Αθηνιώτισσας. Εν συνεχεία, μεγάλος αριθμός Δομηνικανών και Φραγκισκανών μοναχών, που μετεγκαταστάθηκαν από την Δύση στην Αθήνα, επάνδρωσαν πολλές εξ αυτών.
Ακολουθούν δυόμιση αιώνες λατινικής (Φράγκοι, Καταλανοί και Φλωρεντιανοί) κυριαρχίας, όπου η Αθήνα περιέρχεται σε μια περίοδο απομύζησης και παρακμής. Οι κατακτητές προσπάθησαν να μεταφέρουν τα πρότυπα του μεσαιωνικού ιπποτισμού και του φεουδαρχικού συστήματος οργανώσεως της κοινωνίας, στην Αθήνα. Στα θετικά της διακυβέρνησης τους καταγράφονται μόνο οι μικρές οχυρωματικές παρεμβάσεις τους, με αποτέλεσμα η πόλη να παραμένει μια μικρή επαρχιακή πόλη, με πληθυσμό μη δυνάμενο να υπερβεί τους 6.000 κατοίκους. Το μεγάλο προσκύνημα της Παναγιάς της Αθηνιώτισσας των Βυζαντινών χρόνων στην Ακρόπολη, μετατράπηκε σε ένα ισχυρότατο μεσαιωνικό κάστρο. Το τέλος της Αθηναϊκής Φραγκοκρατίας επέρχεται το έτος 1456 μ.Χ., με την παράδοση του Δουκάτου των Αθηνών στους Οθωμανούς Τούρκους. Η κατάληψη της πόλης, από τον Ομάρ πασά, συνοδεύτηκε από πρωτοφανείς λεηλασίες, σφαγές, βιασμούς και εξανδραποδισμούς του άμαχου πληθυσμού, αλλά και εκτεταμένες καταστροφές μνημείων και λοιπών κτισμάτων. Την ίδια χρονιά, ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής περιηγήθηκε μέσα στην πόλη, και έμεινε έκπληκτος από τον μνημειακό της πλούτο. Σεβόμενος την ιστορία της, εφείσθη των μνημείων της, παραχωρώντας ταυτόχρονα κάποια σχετική αυτοδιοίκηση και απαγορεύοντας την μετατροπή χριστιανικών εκκλησιών σε μουσουλμανικά τζαμιά, με μοναδική εξαίρεση τον Παρθενώνα. Το γεγονός αυτό υπήρξε καθοριστικό για την διατήρηση των βυζαντινών μνημείων της Αθήνας.
Κατά την διάρκεια των δύσκολων χρόνων της Αθηναϊκής Τουρκοκρατίας έλαβε χώρα και ο 6ος Βενετοτουρκικός πόλεμος κατά τον οποίο η πόλη πολιορκήθηκε (23-29 Σεπτεμβρίου 1687 μ.Χ.) από τους Βενετούς του στρατηγού Φραντσέσκο Μοροζίνι. Στις έξι ημέρες της πολιορκία ημερών προκλήθηκαν ανεπανόρθωτες ζημιές, τόσο στα βυζαντινά εκκλησάκια όσο και στα αρχαία μνημεία της Αθήνας, που είχαν μέχρι τότε διατηρηθεί τη επιμελεία των βυζαντινών κατοίκων της. Όσον αφορά τον Παρθενώνα, που μέχρι τότε έστεκε ανέπαφος, μέρος του καταστράφηκε από την προσπάθεια των Οθωμανών να στήσουν τα κανόνια τους πάνω στον ιερό βράχο της Ακροπόλεως. Ακόμα μεγαλύτερη όμως καταστροφή, προκλήθηκε όταν μία βενετική οβίδα ανατίναξε την ευρισκομένη εντός του Παρθενώνος πυριτιδαποθήκη των Οθωμανών. Η τούρκική φρουρά της Ακρόπολης κατόπιν τούτου, μπορεί μεν να παραδόθηκε, αλλά σύντομα ο Μοροζίνι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα για τη σιγουριά του βασιλείου του Μορέως, παραδίδοντάς την πόλη εκ νέου στα χέρια των Οθωμανών. Οι Βενετοί, κατά την αναχώρησή τους φρόντισαν να αποψιλώσουν την Αθήνα από έργα τέχνης της κλασικής αρχαιότητας της, προκειμένου να λαμπρύνουν την πρωτεύουσα τους Βενετία.
|
Η χειρότερη περίοδος της τουρκοκρατίας για τους χριστιανούς κατοίκους της Αθήνας, υπήρξε αυτή της διακυβέρνησης του βοεβόδα Χατζή Αλή (1775 - 1795. μ.Χ.), που σφραγίστηκε μεν από την ασυδοσία και την σκληρότητά του, αλλά κυρίως από το τείχος που ανήγειρε με spolia, προκαλώντας ανυπολόγιστες καταστροφές σε χριστιανικά και ειδωλολατρικά μνημεία. Τελικά η απελευθέρωση της Αθήνας από τους Τούρκους πραγματοποιήθηκε έπειτα από σύντομη πολιορκία των Ελλήνων αγωνιστών στις 9 Ιουνίου του 1822. Οι σημαντικότερες όμως καταστροφές των αρχαίων και των βυζαντινών μνημείων της Αθήνας συντελέστηκαν λίγα χρόνια αργότερα κατά την προσπάθεια των Τούρκων να ανακαταλάβουν την πόλη υπό την αρχηγία του Κιουταχή κατά την σφοδρή πολιορκία της ακροπόλεως του 1826 μ.Χ.. Σημειωτέον ότι έως τότε, η πλειοψηφία των βυζαντινών εκκλησιών της πόλεως παρέμεναν σε χριστιανικά χέρια χάρις των παραχωρηθέντων προνομίων του Μωάμεθ του Πορθητή το 1458 μ.Χ. στην Αθήνα, και λίγο έως πολύ συντηρούνταν, είτε ως ιδιοκτησίες πλουσίων οικογενειών, είτε ως μετόχια μοναστηριών, είτε ως ενοριακοί ναοί.
Η Αθήνα, γνωρίζει εκ νέου «μέρες δόξας» με την ανακήρυξή της σε πρωτεύουσα του νεοσυσταθέντος Ελληνικού Κράτους. Η μετατροπή ενός μικρού χωριού σε πρωτεύουσα απαίτησε την ανάληψη σημαντικών οικοδομικών πρωτοβουλιών και έργων. Δυστυχώς όμως, οι 150 βυζαντινές εκκλησίες (σύμφωνα με τους περιηγητές της εποχής) που παρέμεναν μέχρι την ελληνική επανάσταση αποδεκατίστηκαν στην κυριολεξία, κατά την περίοδο της αντιβασιλείας και της βασιλείας του Όθωνα. Πολλές εξ αυτών γκρεμίστηκαν είτε για την επέκταση - διαμόρφωση της πόλης, είτε επειδή δεν υπήρχαν τα οικονομικά μέσα προς αναστήλωσή τους και άλλες για τη διενέργεια αρχαιολογικών ανασκαφών! Παράλληλα υπήρξαν και άλλες που παραμορφώθηκαν σε τέτοιο βαθμό με προσθήκες ή επισκευές, που απώλεσαν εντελώς το βυζαντινό τους χαρακτήρα.