ΣΩΤΗΡΑ ΛΥΚΟΔΗΜΟΥ
ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ
Στην συμβολής της οδού Φιλελλήνων και Αμαλίας χωμένη μέσα στα ψηλά κτίρια, μια διαφορετική εκκλησία κάνει αισθητή την παρουσία της μέσα στην πολύβουη Αθήνα. Είναι η Αγία Τριάδα, ή αποκαλούμενη Ρώσικη Εκκλησία με προσανατολισμό βορειοανατολικό, που ανήκει στο λεγόμενο οκταγωνικό τύπο του βυζαντινού ρυθμού.
Στην συμβολής της οδού Φιλελλήνων και Αμαλίας χωμένη μέσα στα ψηλά κτίρια, μια διαφορετική εκκλησία κάνει αισθητή την παρουσία της μέσα στην πολύβουη Αθήνα. Είναι η Αγία Τριάδα, ή αποκαλούμενη Ρώσικη Εκκλησία με προσανατολισμό βορειοανατολικό, που ανήκει στο λεγόμενο οκταγωνικό τύπο του βυζαντινού ρυθμού.
ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Ο ναός του Σωτήρα Λυκοδήμου, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα Βυζαντινά μνημεία του 11ου μ.Χ. αιώνα γενικότερα. Ο ναός έχει μεγάλη ιστορία, ενώ διά μέσου των αιώνων υπήρξε ορθόδοξο και αργότερα λατινικό μοναστήρι. Τον 19ο αιώνα μ.Χ. ανακατασκευάστηκε, προστέθηκε το κωδωνοστάσιο, αφιερώθηκε στην Αγία Τριάδα και παραχωρήθηκε στην ρωσική κοινότητα της Αθήνα. Εορτάζει του Αγίου Πνεύματος, την επομένη της Πεντηκοστής. Τα δύο ενσωματωμένα παρεκκλήσια στον κυρίως ναό, είναι αφιερωμένα στους Άγιους Νικόλαο και Νικόδημο.
Διεύθυνση: Φιλελλήνων 21Α, Αθήνα
Τηλέφωνο: 210-3231090
Ο ναός του Σωτήρα Λυκοδήμου, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα Βυζαντινά μνημεία του 11ου μ.Χ. αιώνα γενικότερα. Ο ναός έχει μεγάλη ιστορία, ενώ διά μέσου των αιώνων υπήρξε ορθόδοξο και αργότερα λατινικό μοναστήρι. Τον 19ο αιώνα μ.Χ. ανακατασκευάστηκε, προστέθηκε το κωδωνοστάσιο, αφιερώθηκε στην Αγία Τριάδα και παραχωρήθηκε στην ρωσική κοινότητα της Αθήνα. Εορτάζει του Αγίου Πνεύματος, την επομένη της Πεντηκοστής. Τα δύο ενσωματωμένα παρεκκλήσια στον κυρίως ναό, είναι αφιερωμένα στους Άγιους Νικόλαο και Νικόδημο.
Διεύθυνση: Φιλελλήνων 21Α, Αθήνα
Τηλέφωνο: 210-3231090
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Η αρχαιολογική σκαπάνη έδειξε ότι επί αρχαιότητος στο σημείο αυτό υπήρχε ιερό αφιερωμένο στον Λύκειο Απόλλωνα.
Επί της αυτοκρατορίας του Αδριανού (117 - 138 μ.Χ.), λειτουργούσε εκεί ρωμαϊκό λουτρό, το λεγόμενο βαλανείον. Η υδροδότηση του λουτρού γινόταν από έναν παραπόταμο του ποταμού Ηριδανού.
Επί Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, την εποχή που τον αυτοκρατορικό θρόνο κατείχε η Ειρήνη η Αθηναία (780-802 μ.Χ.), επί του παλιού Βαλανέιου ανηγέρθη μια μικρή χριστιανική εκκλησία.
Αργότερα, κάπου τον 11ο αιώνα μ. Χ., οικοδομήθηκε το γυναικείο Μοναστήρι, της Παναγίας Σωτήρας του Λυκοδήμου, στην ίδια θέση. Η Ρώσικη εκκλησία, όπως την γνωρίζουμε σήμερα, αποτελούσε το καθολικό του μοναστηριού αυτού.
Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας (1204 μ.Χ. και εντεύθεν), η μονή πέρασε στα χέρια Λατίνων και κατοικήθηκε από βενέδικτους μοναχούς.
Το 1669 μ.Χ. περιήλθε και πάλι στον έλεγχο των Ορθοδόξων και λειτούργησε ως ανδρική Μονή.
Το 1687 μ.Χ. κατά την πολιορκία της πόλεως των Αθηνών από τους Ενετούς του Μοροζίνη, ο ναός υπέστη σοβαρές ζημιές από τους κανονιοβολισμούς.
Το 1701 μ.Χ. ισχυρός σεισμός δεν κατάφερε να πλήξει την εκκλησία, παρά μόνο τα κελλιά του μοναστηριού, που ανακατασκευάστηκαν άμεσα.
Το 1778 μ.Χ. η Μονή σταματάει να υφίσταται, καθώς ο βάναυσος Οθωμανός διοικητής της Αθήνας του 18ο αιώνος, Χατζή Αλή ή Χασεκής δίνει εντολή να κατεδαφιστεί πλήρως το σύνολο των κτιριακών εγκαταστάσεων της Μονής, πλην του καθολικού της. Ο λόγος της κατεδαφίσεως ήταν η χρησιμοποίηση των υλικών για την κατασκευή τείχους προστασίας της Αθήνας. Ο ναός εν συνεχεία γίνεται μετόχι της Μονής Καισαριανής.
Το 1827 μ.Χ. ο ναός πλήττεται εκ νέου κατά την διάρκεια της ελληνικής επαναστάσεως, δεχόμενος κανονιοβολισμούς από την έγκλειστη τουρκική δύναμη της Ακροπόλεως. Σχεδόν ολόκληρη η βορειοανατολική πλευρά, καθώς και μεγάλο τμήμα του τρούλου κατέρρευσαν τότε. Παρά ταύτα, το υπόλοιπο κτίριο με το μεσαιωνικό του τέμπλο διατηρήθηκε σε καλή κατάσταση.
Το 1847 μ.Χ. ο Ρώσος πρεσβευτής της Αθήνας ζήτησε από την ελληνική κυβέρνηση την παραχώρηση του ιερού ναού, προκειμένου να καλύψει τις λατρευτικές ανάγκες της ρωσικής παροικίας στη χώρα μας. Η αρχική σκέψη ήταν η πλήρης κατεδάφιση του ναού του Λυκοδήμου και η ανέγερση ενός νέου στη θέση του. Ευτυχώς, επικράτησε τελικά άποψη της αναστηλώσεως του και οι εργασίες άρχισαν άμεσα μέσα στο 1850.
Το 1855 μ.Χ. μετά από πολλές παύσεις, ολοκληρώνεται το έργο υπό την επίβλεψη των` αρχιτέκτονων Ιβάν Στρομ (Ρωσία), Τ. Βλασσοπούλου (Ελλάδα) και Φρ. Μπουλανζέ (Γαλλία). Κατά τις σωστικές εργασίες κρίθηκε απαραίτητο το κλείσιμο, εν ολω ή εν μέρει, όλων των εξωτερικών ανοιγμάτων και το κτίσιμο τοίχων στις τρεις πλευρές του κεντρικού τετραγώνου του ναού με σκοπό την υποστήριξη των μεγάλων τόξων, τα όποια έφεραν τον τρούλο. Αποτέλεσμα ήταν η συσκότιση του ναού, και η διάσπαση της ενότητάς του εσωτερικά. Κατά τα λοιπά, ο ναός στο σύνολό του αποκαταστάθηκε στην αρχική του μορφή με μεγάλη επιτυχία. Δυστυχώς όμως κατά τις εργασίες, αντικαταστάθηκε το παλαιό λίθινο τέμπλο από ένα καινούργιο μεγαλύτερου ύψους. Τότε ήταν που ανεγέρθη και το σημερινό καμπαναριό βυζαντινής μορφής.. Η Μόσχα επωμίστηκε ολόκληρο το κόστος των εργασιών, το οποίο ανήλθε τελικά σε 14.995 δραχμές. Εκτότε οι Αθηναίοι συνηθίζουν να αποκαλούν το ναό «Ρωσική Εκκλησία».
Κατά την διάρκεια των έργων, εντοπίστηκε αρχαία δεξαμενή υδραγωγείου, πέντε μέτρα κάτω από το δάπεδο του ναού.
Από το 1917 μ.Χ. και εντεύθεν ο ναός αποτελεί παρεκκλήσιο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, αν και ο ναός εξακολουθεί να εξυπηρετεί τις λειτουργικές ανάγκες του Ρωσικού ποιμνίου της Αθήνας.
Το 1950 μ.Χ. κατά την διενέργεια εργασιών αποχετευτικού δικτύου στην ευρύτερη περιοχή, αποκαλύφθηκε πλησίον του ναού ένα ψηφιδωτό δάπεδο και δίπλα σε αυτό το νεκροταφείο του βυζαντινού Μοναστηριού.
Τέλος αξίζει να αναφερθεί ή ύπαρξη υπογείων στοών, που έχουν ως είσοδό ένα κλεισμένο με κιγκλιδώματα φρέαρ στο πλάι της εκκλησίας.
Το 1778 μ.Χ. η Μονή σταματάει να υφίσταται, καθώς ο βάναυσος Οθωμανός διοικητής της Αθήνας του 18ο αιώνος, Χατζή Αλή ή Χασεκής δίνει εντολή να κατεδαφιστεί πλήρως το σύνολο των κτιριακών εγκαταστάσεων της Μονής, πλην του καθολικού της. Ο λόγος της κατεδαφίσεως ήταν η χρησιμοποίηση των υλικών για την κατασκευή τείχους προστασίας της Αθήνας. Ο ναός εν συνεχεία γίνεται μετόχι της Μονής Καισαριανής.
Το 1827 μ.Χ. ο ναός πλήττεται εκ νέου κατά την διάρκεια της ελληνικής επαναστάσεως, δεχόμενος κανονιοβολισμούς από την έγκλειστη τουρκική δύναμη της Ακροπόλεως. Σχεδόν ολόκληρη η βορειοανατολική πλευρά, καθώς και μεγάλο τμήμα του τρούλου κατέρρευσαν τότε. Παρά ταύτα, το υπόλοιπο κτίριο με το μεσαιωνικό του τέμπλο διατηρήθηκε σε καλή κατάσταση.
Το 1847 μ.Χ. ο Ρώσος πρεσβευτής της Αθήνας ζήτησε από την ελληνική κυβέρνηση την παραχώρηση του ιερού ναού, προκειμένου να καλύψει τις λατρευτικές ανάγκες της ρωσικής παροικίας στη χώρα μας. Η αρχική σκέψη ήταν η πλήρης κατεδάφιση του ναού του Λυκοδήμου και η ανέγερση ενός νέου στη θέση του. Ευτυχώς, επικράτησε τελικά άποψη της αναστηλώσεως του και οι εργασίες άρχισαν άμεσα μέσα στο 1850.
Το 1855 μ.Χ. μετά από πολλές παύσεις, ολοκληρώνεται το έργο υπό την επίβλεψη των` αρχιτέκτονων Ιβάν Στρομ (Ρωσία), Τ. Βλασσοπούλου (Ελλάδα) και Φρ. Μπουλανζέ (Γαλλία). Κατά τις σωστικές εργασίες κρίθηκε απαραίτητο το κλείσιμο, εν ολω ή εν μέρει, όλων των εξωτερικών ανοιγμάτων και το κτίσιμο τοίχων στις τρεις πλευρές του κεντρικού τετραγώνου του ναού με σκοπό την υποστήριξη των μεγάλων τόξων, τα όποια έφεραν τον τρούλο. Αποτέλεσμα ήταν η συσκότιση του ναού, και η διάσπαση της ενότητάς του εσωτερικά. Κατά τα λοιπά, ο ναός στο σύνολό του αποκαταστάθηκε στην αρχική του μορφή με μεγάλη επιτυχία. Δυστυχώς όμως κατά τις εργασίες, αντικαταστάθηκε το παλαιό λίθινο τέμπλο από ένα καινούργιο μεγαλύτερου ύψους. Τότε ήταν που ανεγέρθη και το σημερινό καμπαναριό βυζαντινής μορφής.. Η Μόσχα επωμίστηκε ολόκληρο το κόστος των εργασιών, το οποίο ανήλθε τελικά σε 14.995 δραχμές. Εκτότε οι Αθηναίοι συνηθίζουν να αποκαλούν το ναό «Ρωσική Εκκλησία».
Κατά την διάρκεια των έργων, εντοπίστηκε αρχαία δεξαμενή υδραγωγείου, πέντε μέτρα κάτω από το δάπεδο του ναού.
Από το 1917 μ.Χ. και εντεύθεν ο ναός αποτελεί παρεκκλήσιο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, αν και ο ναός εξακολουθεί να εξυπηρετεί τις λειτουργικές ανάγκες του Ρωσικού ποιμνίου της Αθήνας.
Το 1950 μ.Χ. κατά την διενέργεια εργασιών αποχετευτικού δικτύου στην ευρύτερη περιοχή, αποκαλύφθηκε πλησίον του ναού ένα ψηφιδωτό δάπεδο και δίπλα σε αυτό το νεκροταφείο του βυζαντινού Μοναστηριού.
Τέλος αξίζει να αναφερθεί ή ύπαρξη υπογείων στοών, που έχουν ως είσοδό ένα κλεισμένο με κιγκλιδώματα φρέαρ στο πλάι της εκκλησίας.
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Ή Σωτήρα του Λυκοδήμου αποτελεί το αρχαιότερο και το πιστότερο αντίγραφο μικρότερων κατά ¼ διαστάσεων του καθολικού τής μονής του Όσιου Λουκά στην Βοιωτία. Οι καινοτομίες στην ανέγερσή των δύο αυτών ναών, ήταν αυτές που κατά κύριο λόγο διαμόρφωσαν την «ελλαδική σχολή» βυζαντινής ναοδομίας.
Ή Σωτήρα του Λυκοδήμου αποτελεί το αρχαιότερο και το πιστότερο αντίγραφο μικρότερων κατά ¼ διαστάσεων του καθολικού τής μονής του Όσιου Λουκά στην Βοιωτία. Οι καινοτομίες στην ανέγερσή των δύο αυτών ναών, ήταν αυτές που κατά κύριο λόγο διαμόρφωσαν την «ελλαδική σχολή» βυζαντινής ναοδομίας.
ΝΑΟΣ ΟΣΙΟΥ ΛΟΥΚΑ ΒΟΙΩΤΙΑΣ
Όπως προαναφέρθηκε ο ναός της Σωτήρας Λυκοδήμου καταυγαζόταν από φως, πριν τις εργασίες στηρίξεώς του τον περασμένο αιώνα. Για να καταφέρουμε να αντιληφθούμε την αρχιτεκτονική ομορφιά του ρυθμού αυτού, δεν έχουμε παρά να επισκεφθούμε τον αναλογικά μεγαλύτερο, αλλά κατά τα άλλα εντελώς παρόμοιο οκταγωνικό ναό του Οσίου Λουκά στην Βοιωτία.
Συγκεκριμένα, πρόκειται για τον πρώτο αναγερμένο οκταγωνικό βυζαντινού ρυθμού ναό με νάρθηκα και υπερώο άνωθεν των πλαγίων κλιτών. Σε σύγκριση με τα άλλα Βυζαντινά μνημεία της Αθήνας, ο ναός ήταν ιδιαίτερα πλατύς και αποτελούσε το μεγαλύτερο οικοδόμημα της μεσαιωνικής Αθήνας. Ακόμα και στη σύγχρονη εποχή με μεγάλα κτίρια να τον περιβάλλουν, ο ναός εξακολουθεί να αποτελεί σημείο αναφοράς για την ευρύτερη περιοχή, κυρίως λόγω του μεγέθους και της ποιότητας της κατασκευής του.
Η τοιχοποιία της εκκλησίας ακολουθεί περίτεχνα τον τύπο cloissone (πλινθοπερίκλειστο). Η πλούσια δομή από οπτόπλινθους (ψευδοκουφικά γράμματα και γείσιπους) με την εναλλακτική χρήση ερυθρωπών τούβλων και λευκών λίθων, δίνουν στο εξωτερικό τη λαξευτή μορφή του. Η κουφική διακόσμηση (διακοσμητικά στοιχεία που μιμούνται την παλαιά αραβική γραφή στην οποία γράφτηκε για πρώτη φορά το Κοράνι, στην πόλη Κούφα του σημερινού Ιράκ) είναι εμφυτευμένη στους τοίχους, σε μικρές κεραμικές πλάκες. Συγκεκριμένα στις πλάγιες όψεις, υφίσταται μια ζωηφόρος από πλίνθους με κουφικές διακοσμήσεις, που πλαισιώνεται από οδοντωτές ταινίες. Λίγο υψηλότερα στο ύψος του υπερώου, δεσπόζουν, μεγάλα δίλοβα παράθυρα με ενδιαμέσους κίονες. |
Στην ανατολική πλευρά του ναού, το Ιερό Βήμα με αβαθείς εκατέρωθεν κόγχες δίνουν την εντύπωση του τρίκογχου. Η κεντρική κόγχη έχει ένα τρίλοβο παράθυρο στην κάτω στάθμη και μονόλοβα στις τρεις του πλευρές στην στάθμη των υπερώων.
Στην ανατολική πλευρά του ναού, το Ιερό Βήμα με αβαθείς εκατέρωθεν κόγχες δίνουν την εντύπωση του τρίκογχου. Η κεντρική κόγχη έχει ένα τρίλοβο παράθυρο στην κάτω στάθμη και μονόλοβα στις τρεις του πλευρές στην στάθμη των υπερώων.
Στην δυτική πλευρά, συναντάμε την κυρία είσοδο με τις δύο μικροτέρων διαστάσεων εκατέρωθεν εισόδους της Για τον καλύτερο φωτισμό του ναού, άνωθεν των θυρών σχηματίζονται τρία αψιδωτά παράθυρα, που εγράπτονται από τόξα από τούβλα.
Το υπερώο (καθ. γυναικωνίτης), περιλαμβάνει δύο (2) παρεκκλήσια άνωθεν της προθέσεως και του διακονικού του κυρίως ναού. Η άνοδος στο υπερώο, πιθανότατα και εν αντιθέσει προς τη σημερινή εποχή, θα εξυπηρετείτο μέσω εξωτερικής κλίμακας.
Το κωδωνοστάσιο ανεγέρθη το 1845 μ.Χ. από τον Τσάρο Αλέξανδρο τον Β΄ της Ρωσίας κατά τα πρότυπα των βυζαντινών καμπαναριών. Για την καλύτερη ενοποίησή καμπαναριού με το ναό προστέθηκε γύρω από αυτό κουφική ζωφόρος αντίστοιχης της εκκλησίας.
Το υπερώο (καθ. γυναικωνίτης), περιλαμβάνει δύο (2) παρεκκλήσια άνωθεν της προθέσεως και του διακονικού του κυρίως ναού. Η άνοδος στο υπερώο, πιθανότατα και εν αντιθέσει προς τη σημερινή εποχή, θα εξυπηρετείτο μέσω εξωτερικής κλίμακας.
Το κωδωνοστάσιο ανεγέρθη το 1845 μ.Χ. από τον Τσάρο Αλέξανδρο τον Β΄ της Ρωσίας κατά τα πρότυπα των βυζαντινών καμπαναριών. Για την καλύτερη ενοποίησή καμπαναριού με το ναό προστέθηκε γύρω από αυτό κουφική ζωφόρος αντίστοιχης της εκκλησίας.
Ιδιαίτερη βαρύτητα πρέπει να δοθεί στο γεγονός ότι ούτε τα ανοίγματα (παράθυρα και πόρτες) του αρχικού ναού ήταν τοιχισμένα, ούτε το εσωτερικό κεντρικό τετράγωνο του (τα έντεκα από τα δώδεκα δηλαδή ανοίγματα στο ύψος του γυναικωνίτη). Με βάση αυτό το στοιχείο γίνεται κατανοητό ότι ο τρούλλος με το χαμηλό σπόνδυλο του κίονα, ενοποιούσε αρμονικά τον χώρο, ενώ το φως διαχέετο παντού μέσα στην εκκλησία. Η ίδια ενοποιημένη αίσθηση μεγαλοπρέπειας κυριαρχεί ακόμα και σήμερα πάντως εξωτερικά. Επίσης, η αίσθηση βαρύτητας και δύναμης που δημιουργείται από τον όγκο του κτηρίου και την χαμηλή οροφή, εξουδετερώνεται από την κάθετη κίνηση των ψηλών, τρίπλευρων στενών αψίδων και των πλευρικών πυλών.
Τα μαρμάρινα μέρη της Σωτήρας είναι σχετικά λίγα και περιορίζονται στους κίονες των τριών διλόβων ανοιγμάτων και στους κιονίσκους των παραθύρων. Τα επιθήματά αυτών κοσμούνται με σταυρούς και ρόδακες.
Στο εξωτερικό του ναού, δυστυχώς, ο επισκέπτης σήμερα με δυσκολία διακρίνει τα ανακατασκευασμένα από τα αυθεντικά μέρη του. Είναι βέβαιο ότι κατά την αποκατάσταση του, όλα τα ετοιμόρροπα τμήματα απομακρύνθηκαν, συμπεριλαμβανομένου και του τρούλου. Ξανακτίσθηκαν πάνω στα λείψανα των αρχικών τοίχων, ενώ οδηγός της τοιχοδομίας υπήρξε ο καλά διατηρηθείς μέχρι την επανάσταση ανατολικός τοίχος.
Εσωτερικά στο νότιο τοίχο παρατηρούμε κάποιες αυθεντικές τοιχογραφίες του Χριστού, του Αγίου Στεφάνου και του Αποστόλου Ιωάννου.
Στο εξωτερικό του ναού, δυστυχώς, ο επισκέπτης σήμερα με δυσκολία διακρίνει τα ανακατασκευασμένα από τα αυθεντικά μέρη του. Είναι βέβαιο ότι κατά την αποκατάσταση του, όλα τα ετοιμόρροπα τμήματα απομακρύνθηκαν, συμπεριλαμβανομένου και του τρούλου. Ξανακτίσθηκαν πάνω στα λείψανα των αρχικών τοίχων, ενώ οδηγός της τοιχοδομίας υπήρξε ο καλά διατηρηθείς μέχρι την επανάσταση ανατολικός τοίχος.
Εσωτερικά στο νότιο τοίχο παρατηρούμε κάποιες αυθεντικές τοιχογραφίες του Χριστού, του Αγίου Στεφάνου και του Αποστόλου Ιωάννου.
Παλιές φωτογραφίες Ναού.
Λοιπές φωτογραφίες Σωτήρας Λυκοδήμου.
Byzantine Athens