ΑΘΗΝΑΙΕΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΕΙΡΕΣ
Ο μεγάλος αριθμός των ναών στην Αθήνα και στην γύρω περιοχή, πιστοποιεί αδιασείστως το γεγονός ότι η πόλις των Αθηνών ζούσε ευρέως Χριστιανικά. Φαίνεται, ότι Αθηναίοι των Μεσαιωνικών χρόνων, μιμήθηκαν την ευλάβεια των αρχαίων προγόνων τους, την οποία είχε τονίσει και ο Απόστολος Παύλος κατά την ομιλία του στον Άρειο Πάγο :" Σταθεὶς δὲ ὁ Παῦλος ἐν μέσῳ τοῦ ᾿Αρείου πάγου ἔφη· ἄνδρες ᾿Αθηναῖοι, κατὰ πάντα ὡς δεισιδαιμονεστέρους ὑμᾶς θεωρῶ.." (Πράξ. Αποστόλων ΙΖ 22-31)
Οι ιστορικοί ακόμα και σήμερα θεωρούν δυσερμήνευτη την τάση των μεσοβυζαντινών Αθηναίων να αναγείρουν τόσους πολλούς περικαλλείς ναούς σε μια τόσο μικρή και φτωχικά χτισμένη πόλη, σαν τη Μεσαιωνική Αθήνα. Μια ευλογοφανής, αν και όχι και πλήρως ιστορικά αποδεδειγμένη απάντηση δίνεται από την άγραφη παράδοση των Αθηναίων, σύμφωνα με την οποία οι τρεις (3) Αθηναίες Αυτοκράτειρες του Βυζαντίου συνετέλεσαν σημαντικά στην ανέγερση αρκετών ναών.
Συγκεκριμένα, πρόκειται για τις αυτοκράτειρες Ευδοκία (401 – 460 μ.Χ.), Ειρήνη (752 – 803 μ.Χ.) και Θεοφανώ.
Η Ευδοκία, ήταν αρχικά εθνική στο θρήσκευμα ονομαζομένη Αθηναΐς, με ιδιαίτερα αξιόλογη μόρφωση, όντας κόρη του ξακουστού φιλοσόφου Λεοντίου. Κατά την βάπτισή της μετονομάστηκε σε Ευδοκία και εν συνεχεία παντρεύτηκε τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο τον Β΄ και μετακόμισε από την Αθήνα στην Κωνσταντινούπολη. Συνετέλεσε σημαντικά στην διάδοση και επικράτηση της ελληνικής παιδείας στην αχανή τότε Βυζαντινή αυτοκρατορία, μέχρις ότου ήρθε σε σφοδρή αντιπαράθεση με τον εξίσου δυναμικό χαρακτήρα της αδελφής, του αυτοκράτορος, Πουλχερία. Επί των ημερών της βασιλείας του Θεοδοσίου, η Αθήνα σε μεγάλο μέρος διατηρούσε τον ειδωλολατρικό τρόπο ζωής, γεγονός που προκαλούσε την αγανάκτηση του αυτοκράτορα. Η ευφυής Ευδοκία, προσπαθούσε με κάθε τρόπο να απαλύνει την αρνητική προδιάθεση του συζύγου της έναντι των συντοπιτών της, αλλά το έργο της το δυσχέραινε σημαντικά η Πουλχερία. Σύμφωνα με την παράδοση μάλιστα, συνετέλεσε ενεργά στην ανέγερση έντεκα ναών στην γενέτειράς της. Η αδελφή του αυτοκράτορα ήταν επίσης εχθρικότατα διακείμενη έναντι της πόλεως των Αθηνών και προκειμένου να πείσει τον αδελφό της να λάβει δραστικά μέτρα εναντίον της, φρόντισε να απομακρύνει οριστικά την Ευδοκία από την Βασιλεύουσα. Συγκεκριμένα, την συκοφάντησε ότι διατηρούσε εξωσυζυγικές σχέσεις με τον αξιωματούχο του παλατιού Παυλίνο, γεγονός που σε αυτόν κόστισε τη ζωή του, η δε Ευδοκία εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη και να κατευθυνθεί στην Ιερουσαλήμ.
|
. Εκεί, στους Αγίους Τόπους διέμεινε δεκαεπτά συναπτά έτη επιδιδόμενη μετά ζήλου στην ανέγερση ναών, μονών, κοινωφελών ιδρυμάτων και στην μελέτη - συγγραφή βιβλίων. Εκοιμήθη ειρηνικά το έτος 460 μ.Χ.. Λόγω της εν γένει βιωτής της και της οσίας τελευτής της η Εκκλησία μας την ανακήρυξε Αγία και την τιμάει κάθε χρόνο στις 13 Αυγούστου.
|
Το όνομα της δευτέρας Αθηναίας Αυτοκράτειρας Ειρήνης, συζύγου του Λέοντος Δ΄ Ισαύρου, είναι ένδοξο και σπουδαίο στην ιστορία του Βυζαντίου, ως ζηλώτριας και υπερμάχου της Ορθοδοξίας. Επί της βασιλείας της συνήλθε το 787 μ.Χ. στη Νίκαια της Βιθυνίας η 7η Οικουμενική Σύνοδος, που οδήγησε στην αναστήλωση των Ιερών Εικόνων.
Καταγόταν από την πλούσια οικογένεια των Σαρανταπήχων της Αθήνας και διακρινόταν για τη μόρφωση και την μοναδική ομορφιά της. Το 769 μ.Χ. παντρεύτηκε στην Κωνσταντινούπολη, τον μετέπειτα αυτοκράτορα Λέοντα τον Δ΄ (750 - 780 μ.Χ.). Μετά το θάνατο του Λέοντα η Ειρήνη ανέλαβε την κηδεμονία του δεκάχρονου υιού της Κωνσταντίνου ΣΤ΄ (771 – 802 μ.Χ.), διοικώντας ολόκληρη την αυτοκρατορία μόνη της. Βασικές μέριμνές της υπήρξαν, η άμεση αποκατάσταση της προσκυνήσεως των εικόνων, και η απαλλαγή της αυτοκρατορίας από τις συνεχείς επιθέσεις των Σλάβων. Οι ιδιαίτερες ικανότητές της συνετέλεσαν στην άμεση και οριστική λύση των δύο αυτών προβλημάτων που μάστιζαν την αυτοκρατορία οριστικά. Δυστυχώς όμως, οι μεγάλες της αυτές επιτυχίες επισκιάστηκαν από την άκρατη φιλοδοξία της σε σημείο που η ιστορία να την στιγματίσει για την ραδιουργία και την δολοπλοκία. Χρησιμοποίησε θεμιτά και αθέμιτα μέσα προκειμένου να μην παραχωρήσει τον θρόνο στον ενήλικο υιό της και αρκετά χρόνια αργότερα έφθασε σε σημείο να τον τυφλώσει, όταν εκείνος στράφηκε εναντίον της! Τελικά η τελευτή της Ειρήνης, είχε την ίδια κατάληξη με αυτήν που επεφύλαξε η ίδια στους ανδραφελφούς της. Αφού ο Νικηφόρος Λογοθέτης την καθαίρεσε το 802 μ.Χ. από το θρόνο,πέθανε στην εξορία στο νησί της Λέσβου ένα χρόνο αργότερα. Παρά τις σημαντικές υπηρεσίες που προσέφερε στην Εκκλησία με την αναστήλωση των εικόνων, λόγω ακριβώς της κατακριτέας βιωτής της, δεν κατατάχθηκε ποτέ στον χορό των Αγίων Της, όπως λανθασμένα πιστεύεται. Οι Αθηναίοι, παρά ταύτα ησθάνοντο μεγάλη περηφάνια για πολλές γενεές, για το γεγονός ότι μιας ορθόδοξος κόρη των Αθηνών και μάλιστα ορφανή, ανήλθε του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως. Η υπερηφάνεια τους μάλιστα συνδυάζετο με μεγάλη ευγνωμοσύνη προς το πρόσωπό της Ειρήνης, για όσες ευεργεσίες και μέριμνες είχε πραγματοποιήσει στον τόπο τους, αναγείροντας μεγάλο αριθμό ναών. |
Τρίτη αυτοκράτειρα κατά σειρά Αθηναία, υπήρξε η ανιψιά της Ειρήνης, η Θεοφανώ. Η Θεοφανώ, αν και παντρεμένη παράτησε το νόμιμο σύζυγό της προκειμένου το έτος 807 μ.Χ. να παντρευτεί εκ νέου, τον Σταυράκιον, υιό του αυτοκράτορος Νικηφόρου του Λογοθέτη, που όπως προαναφέρθη είχε εκθρονίσει νωρίτερα την Ειρήνη την Αθηναία. Αν και ο γάμος αυτός προκάλεσε μεγάλη αγανάκτηση στον κλήρο και στον λαό της Κωνσταντινουπόλεως, δεν απέτρεψε την ανέλιξη του Σταυράκιου στον αυτοκρατορικό θρόνο μετά τον ξαφνικό θάνατο του πατρός του στο πεδίο της μάχης πολεμώντας τους Βουλγάρους. Η βασιλεία όμως του Σταυράκιου, υπήρξε ιδιαιτέρως βραχύβια (μόλις κάποιους λίγους μήνες), γιατί όχι μόνο καθαιρέθηκε αλλά και εν συνεχεία φονεύθηκε από τον γαμβρό του Μιχαήλ Ραγκαβά (της γνωστής Αθηναϊκής οικογενείας των Ραγκαβάδων, με τους οποίους συνδέεται ο ναός του Αγίου Νικολάου Ραγκαβά στην Πλάκα). Προ του θανάτου του, ο Σταυράκιος προσπάθησε να μεταβιβάσει την εξουσία στην σύζυγό του, η οποία ενδεχομένως θα μπορούσε να αναδειχθεί σε μια νέα Ειρήνη, αν ένα πραξικόπημα δεν ανέτρεπε τα σχέδιά του. Εν συνεχεία η Θεοφανώ κατά το παράδειγμα των άλλων προκατόχων της απεσύρθη σε Μοναστήρι, όπου και τέλειωσε ειρηνικά την επίγεια ζωή της. Δεν θα πρέπει να συγχέεται όμως επουδενί η αυτοκράτειρα Θεοφανώ η Αθηναία με την Αγία Θεοφανώ την βασίλισσα, σύζυγο του Λέοντα του ΣΤ', που εζησε, περίπου μισό αιώνα αργότερα και το σκήνωμά της βρίσκεται άφθαρτο έως σήμερα στον πατριαρχικό ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι.
Οι βυζαντινολόγοι ερευνώντας ψηλαφητά την προφορική παράδοση των Αθηναίων, αποδέχθηκαν την σημαντική συμβολή της Ειρήνης στην ανέγερση πολλών ναών στην Αθήνα, αγνώστου όμως αριθμού και ποιότητος κατασκευής. Θεωρούν επίσης αρκετά πιθανό, ότι η Θεοφανώ να βάδισε στα χνάρια της θείας της, ενώ αντίθετα η Αγία Ευδοκία, παρά τη δεδομένη επιθυμίας της, φαίνεται να μην κατάφερε να προσφέρει τα αναμενόμενα στην γενέτειρά της, αποκλειστικά λόγω των συνθηκών.