ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ
Δυστυχώς, όπως πολλάκις έχει αναφερθεί υπάρχει παντελής έλλειψη γραπτών πηγών για τον μεσαιωνικό μνημειακό πλούτο των Αθηνών, με μοναδική εξαίρεση την Παναγία την Αθηνιώτισσα.
Ως εκ τούτου, εύλογα γεννάται το ερώτημα του τρόπου χρονολογήσεως των διατηρηθέντων έως τη σήμερον Βυζαντινών Εκκλησιών, με δεδομένο ότι και τα ανευρεθέντα αρχαιολογικά ευρήματα (επιγραφές, νομίσματα κ.λπ.) κατά τις εργασίες αποκαταστάσεώς τους υπήρξαν φτωχά. Οι αρχαιολόγοι – βυζαντινολόγοι – αρχιτέκτονες εστίασαν την προσοχή τους σε πέντε (5) αρχιτεκτονικά στοιχεία των ναών, τα οποία με τη συγκριτική μέθοδο αποκάλυψαν προσεγγιστικά (με μέση απόκλιση τα 25 χρόνια) τη χρονολογία ανεγέρσεως του κάθε ναού ξεχωριστά.
Ως εκ τούτου, εύλογα γεννάται το ερώτημα του τρόπου χρονολογήσεως των διατηρηθέντων έως τη σήμερον Βυζαντινών Εκκλησιών, με δεδομένο ότι και τα ανευρεθέντα αρχαιολογικά ευρήματα (επιγραφές, νομίσματα κ.λπ.) κατά τις εργασίες αποκαταστάσεώς τους υπήρξαν φτωχά. Οι αρχαιολόγοι – βυζαντινολόγοι – αρχιτέκτονες εστίασαν την προσοχή τους σε πέντε (5) αρχιτεκτονικά στοιχεία των ναών, τα οποία με τη συγκριτική μέθοδο αποκάλυψαν προσεγγιστικά (με μέση απόκλιση τα 25 χρόνια) τη χρονολογία ανεγέρσεως του κάθε ναού ξεχωριστά.
Ι/ Χαμηλή λιθοδομή βόρειας και νότιας πλευράς εκκλησιών.
Αρχικά πρέπει να τονιστεί ότι το πλινθοπερίκλειστο σύστημα λιθοδομής των βυζαντινών εκκλησιών δεν εφαρμοζόταν στα χαμηλά μέρη των πλαϊνών τους τοίχων. Παραμένει ακόμα άγνωστος ο λόγος της μη φροντίδας - στολισμού των μερών αυτών από τους βυζαντινούς αρχιμάστορες. Αρκούνταν στην τοποθέτηση ακανόνιστων λίθων ανακατεμένων με αρχαία πιστόλια.
Κατά το β΄ μισό του 11ου αιώνα μ.Χ. όμως, οι χτίστες άρχισαν να τοποθετούν στα νοτιότερα τμήματα των πλευρών των ναών, μεγάλους ευδιάκριτους λίθους, που σχημάτιζαν μεταξύ τους το σημείο του σταυρού, και προσέδιδαν σταθερότητα και αντοχή στο κτίριο.
Εν συνεχεία, κατά τον 12ο αιώνα μ.Χ. οι μάστορες προτιμούσαν την χρήση λιθων μικροτέρων διαστάσεων, τους οποίους δεν ένωναν σταυροειδώς όμως πλέον.
Αρχικά πρέπει να τονιστεί ότι το πλινθοπερίκλειστο σύστημα λιθοδομής των βυζαντινών εκκλησιών δεν εφαρμοζόταν στα χαμηλά μέρη των πλαϊνών τους τοίχων. Παραμένει ακόμα άγνωστος ο λόγος της μη φροντίδας - στολισμού των μερών αυτών από τους βυζαντινούς αρχιμάστορες. Αρκούνταν στην τοποθέτηση ακανόνιστων λίθων ανακατεμένων με αρχαία πιστόλια.
Κατά το β΄ μισό του 11ου αιώνα μ.Χ. όμως, οι χτίστες άρχισαν να τοποθετούν στα νοτιότερα τμήματα των πλευρών των ναών, μεγάλους ευδιάκριτους λίθους, που σχημάτιζαν μεταξύ τους το σημείο του σταυρού, και προσέδιδαν σταθερότητα και αντοχή στο κτίριο.
Εν συνεχεία, κατά τον 12ο αιώνα μ.Χ. οι μάστορες προτιμούσαν την χρήση λιθων μικροτέρων διαστάσεων, τους οποίους δεν ένωναν σταυροειδώς όμως πλέον.
ΙΙ/ Στοιχεία κεραμοπλαστικού διακόσμου
Κατά τον 10 αιώνα μ.Χ. οι βυζαντινοί τεχνίτες της Αθήνας τείνουν να σχηματίζουν διάφορα σχέδια με κεραμοπλαστικά στοιχεία.Τα παλαιότερα θέματα στα κενά μεταξύ των λίθων της τοιχοποιίας ήταν απλά τούβλα σε τυχαίες θέσεις.
Αντίθετα από το β΄ μισό του 11ου αιώνα μ.Χ. οι τεχνίτες κ
αταλήγουν στην κάθετη και στοιχισμένη τοποθέτηση των κόκκινων μικρών τούβλων.
ΙΙΙ/ Κουφικά Κοσμήματα
Κατά τον 10ο αιώνα οι τεχνίτες συνήθιζαν να στολίζουν εξωτερικά τις εκκλησίες των Αθηνών με διάφορα κουφικά κοσμήματα (σχήματα που μιμούνταν την αραβική μορφή).
Αντίθετα μετά το Β΄ μισό του 11ο αιώνα μ.Χ., η χρήση των κουφικών ελαττώνεται σημαντικά, ενώ κατά τον 12ο αιώνα δεν απαντώνται πλέον στην κατασκευή εκκλησιών.
ΙV/ Οδοντωτές ταινίες.
Τον 10ο αιώνα μ.Χ. οι οικοδόμοι των εκκλησιών φρόντιζαν να διακοσμούν εξωτερικά τους ναούς με οδοντωτές ταινίες. Μάλιστα έφθάναν σε σημείο ναοί να αναγείρουν ναούς που περιτρέχοντο εξωτερικά από δύο οδοντωτές ταινίες διαφορετικών υψών.
V/ Παράθυρα
Χαρακτηριστικό των ναών του 10ου αιώνος μ.Χ. ήταν ή ελεύθερη τοξοδομία.
Αντίθετα από το Β΄ μισό του 11ου αιώνα μ.Χ. τα τόξα των παραθύρων εγράπτονται σε μεγαλύτερα τόξα, προκειμένου να προσδώσουν μεγαλύτερη ομορφιά εξωτερικά του ναού.