ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΑΘΗΝΙΩΤΙΣΣΑΣ
Η μοναδική πόλη στην οποία αναφέρεται επικριτικά για την φιλοσοφία και την εν γένει ειδωλολατρία της, ο Άγιος Ρωμανός ο Μελωδός με τον Ακάθιστό του Ύμνο (..Χαῖρε, τῶν Ἀθηναίων τὰς πλοκὰς διασπῶσα...), μετετράπη σε ένα από τα μεγαλύτερα προσκυνήματα της Ρωμαίικης Ανατολικής Αυτοκρατορίας. Μετά την Κωνσταντινούπολη, η Αθήνα είχε τα πρεσβεία τιμής της Παναγία μας, στο ιερό της Παναγίας της Αθηνιώτισσας στον Παρθενώνα.
Εξ ορισμού ο όρος προσκύνημα στην Ορθοδοξία σημαίνει το ταξίδι που πραγματοποιεί ένας χριστιανός σε έναν ιερό τόπο για να προσευχηθεί και να στερεωθεί στον πνευματικό του Αγώνα. Άγιοι Τόποι είναι πρώτα και κύρια τα μέρη που έζησε ο Κύριος μας, οι μιμητές της ζωής Του (Απόστολοι, ασκητές, μάρτυρες κ.λπ.), αλλά και αυτοί που αγιάστηκαν από την ύπαρξη ιερών εικόνων ή αγίων λειψάνων.
Εξ ορισμού ο όρος προσκύνημα στην Ορθοδοξία σημαίνει το ταξίδι που πραγματοποιεί ένας χριστιανός σε έναν ιερό τόπο για να προσευχηθεί και να στερεωθεί στον πνευματικό του Αγώνα. Άγιοι Τόποι είναι πρώτα και κύρια τα μέρη που έζησε ο Κύριος μας, οι μιμητές της ζωής Του (Απόστολοι, ασκητές, μάρτυρες κ.λπ.), αλλά και αυτοί που αγιάστηκαν από την ύπαρξη ιερών εικόνων ή αγίων λειψάνων.
Όσον αφορά το προσκύνημα της Παναγίας της Αθηνιώτισσας, που εξελίχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα λατρευτικά κέντρα της αυτοκρατορίας, οι ιστορικοί αδυνατούν να σχηματίσουν μια σαφή εικόνα, ελλείψει ιστορικών πηγών. Προτάθηκαν κατά καιρούς διάφορες θεωρίες (αναλύονται χωριστά στο τέλος της ενότητας), οι οποίες όμως δεν φαίνονται να είναι ισχυρές. Συγκεκριμένα, κατά μία θεωρία λόγος της επικεντρώσεως της λατρείας των πιστών σε αυτόν τον συγκεκριμένο τόπο, οφείλεται σε ένα Θεϊκό Φως που αναδιδόταν από το εσωτερικού του Παρθενώνα. Οι σχετικές όμως μαρτυρίες εμφανίζονται μόλις τον 12ο αιώνα μ.Χ.. Κατά άλλη θεωρία η ανά την αυτοκρατορία φήμη του προσκυνήματος οφείλεται στην θαυματουργική εικόνα της Παναγίας Σουμελά, αλλά ο εν λόγω ισχυρισμός προσκρούει σε σειρά αναχρονισμών.
Τον Παρθενώνα λάμπρυνε εσωτερικά η εφέστιος εικόνα της Παναγίας της Γοργοϋπηκόου – Αθηνιώτισσας και ένα εντυπωσιακό ψηφιδωτό της Παναγίας μας στην ιερά κόγχη (δείτε σχετική ενότητα στο τέλος της σελίδας) αλλά και πολλές περίτεχνες εικόνες και τοιχογραφίες. Όμως, ο σπουδαίος αυτός εικονογραφικός διάκοσμος από μόνος του δεν ήταν δυνατόν εκ των πραγμάτων να προσελκύσει το πλήθος των προσκυνητών. Εξ άλλου, δεν υπάρχουν πηγές, που να αναφέρονται στην προσέλκυση ταξιδιωτών για την προσκύνηση Ιερών Λειψάνων στην Παναγιά την Αθηνιώτισσα, αλλά ούτε και η πόλη των Αθηνών φημιζόταν για το πλήθος των Αγίων της κατά την Βυζαντινή περίοδο, γεγονός που θα μπορούσε να εξηγήσει την ανάδειξη της πόλεως σε λατρευτικό κέντρο. |
Το βέβαιο είναι πάντως, ότι ο Παρθενώνας δεν είχε υπάρξει επίκεντρο τόσης προσοχής ποτέ κατά την αρχαιότητα, συγκρινόμενο με τα βυζαντινά έτη. Το προσκύνημα της Παναγίας στην Αθήνα δεχόταν τις τιμές αυτοκρατόρων και τις επισκέψεις αγίων, τους εγκωμιαστικούς λόγους ρητόρων, ενώ πολυάριθμοι προσκυνητές χάραζαν τα ονόματα τους στους τοίχους και στου κίονές της (δείτε σχετική ενότητα εδώ). Η Θεοτόκος η Αθηνιώτισσα ήταν ξακουστή στη Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη και στην Ανατολή εν γένει, ως ένα από τα σημαντικότερα θρησκευτικά κέντρα του βυζαντινού κόσμου.
Ο Παρθενώνας, δεν ήταν μια κοινή εκκλησία, αλλά αποτελούσε ταυτόχρονα αρχαίο ναό και μνημείο, καθότι από την ύστερη αρχαιότητα και εντεύθεν οι χριστιανοί άρχιζαν να εκτιμούν την αισθητική αξία της ειδωλολατρικής τέχνης, τόσο σε ιδιωτικό όσο και σε δημόσιο επίπεδο. Όταν λοιπόν, ένας βυζαντινός αντίκριζε τον αρχαίο ναό του Παρθενώνα, έβλεπε σε αντίθεση με εμάς σήμερα, μια εκκλησία της Θεοτόκου. Γνώριζε όμως ταυτόχρονα, ότι η συγκεκριμένη εκκλησία είχε κάποτε υπάρξει κάτι εντελώς διαφορετικό. Οι εναέτιες εν πολλοίς άθικτες συνθέσεις του Παρθενώνα π.χ. δεν του επέτρεπαν να το ξεχάσει. Κατά την είσοδό του στον ναοί, αντίκριζε στο δυτικό αέτωμα τον αγώνα μεταξύ της θεάς Αθηνά και του Ποσειδώνα, ενώ στην δυτική πλευρά, δέσποζε η γλυπτή σύνθεση με τη γέννηση της θεάς Αθηνάς. Οι πιστοί που προσερχόταν στο ναό έκαναν ένα πολιτιστικό ταξίδι στο χωροχρόνο του Ρωμαϊκού πολιτισμού, συνδεόμενοι άμεσα με το παρελθόν τους. Προσπερνώντας τους θεούς των ειδωλολατρών «θυραθεν» εισέρχονταν στο χριστιανικό εσωτερικό του κτιρίου για να εναποθέσουν τις προσευχές τους, τις θλίψεις τους και ελπίδες τους στην Υπεραγία Θεοτόκο. Το βίωμα ότι συναποτελούν και αυτοί ένα μικρό κρίκο του μεγαλείου της Ανατολικής Αυτοκρατορίας, υπό την αέναη Σκέπη και προστασία της Παναγίας, θα ήταν αναμφισβήτητα ένα ισχυρότατο κίνητρο για την πραγματοποίηση ενός τέτοιου προσκυνήματος.
|
Πατήστε στην κάθε καρτέλα χωριστά για να πλοηγηθείτε στις διαφορετικές ενότητες των κειμηλίων του προσκυνήματος της Παναγίας της Αθηνιώτισσας, στον Παρθενώνα.
-
Άσβηστη Λυχνία
-
Παναγία Σουμελά
-
Παναγία Αθηνιώτισσα
<
>
ΑΣΒΗΣΤΗ ΛΥΧΝΙΑ
Το μεγαλύτερο μυστήριο που περιβάλει τον χριστιανικό Παρθενώνα αφορά το Θεϊκό Φως, που ακτινοβολούσε είτε μέσα από το εσωτερικό του ναού είτε από το ίδιο το οικοδόμημα. Αν και υφίστανται αρκετές καταγεγραμμένες γραπτές μαρτυρίες για αυτό το γεγονός, καμιά από αυτές δεν χρονολογείται νωρίτερα από του 12ου αιώνος μ.Χ..
Δυστυχώς, οι συγκεκριμένες πληροφορίες και νύξεις για το Θεϊκό Φως που υπάρχουν σε διάφορες πηγές, είναι ανάμεικτες με λογοτεχνικά ευρήματα και θεολογικές αλληλογρίες σε τέτοιο σημείο, που να μην είναι σαφές πότε οι συγγραφείς κάνουν λόγο συγκεκριμένα για ένα υπερκόσμιο φως και πότε επιδίδονται σε ρητορικούς ακκισμούς. Έτσι καταλήγουν να γίνονται δυσδιάκριτα τα όρια της πραγματικότητας όσον αφορά το γεγονός του θαυματουργού Φωτός και της λογοτεχνικής ρητορικής. Παρά ταύτα, οι αναφορές αποκτούν νόημα με την παραδοχή της υπάρξεως μιας θαυματουργικής λυχνίας, που έκαιγε αέναα μέσα στον χριστιανικό Παρθενώνα. Τόσο ο χρόνος και ο τρόπος εμφανίσεως της λυχνίας αυτής, όσο και η μορφή της παραμένουν παντελώς άγνωστες, καθότι οι πηγές δεν επαρκούν. |
Ενδεικτικά αναφέρουμε τις τρεις σημαντικότερες εξ αυτών:
- Η πρώτη πληροφορία για το θαύμα της Παναγιάς της Αθηνιώτισσας, προέρχεται από τον αγγλοσάξονα προσκυνητή Saewulf. Κατά την διάρκεια του προσκυνηματικού του ταξιδιού στην Ιερουσαλήμ τα έτη 1.102 – 1.103 μ.Χ., λοξοδρομώντας πέρασε από την Αθήνα για να πατήσει τα ίδια χώματα που πάτησε ο Απόστολος των Εθνών μερικούς αιώνες νωρίτερα. Σε ένα απόσπασμα της περιγραφής του ταξιδιού αυτού αναφέρει για την Αθήνα: «Στην πόλη βρίσκεται και η εκκλησία της Υπεραγίας Παρθένου Μαρίας, στην οποία το λάδι μιας άσβεστης λυχνίας δεν τελειώνει ποτέ». (Για περισσότερα διαβάστε τα ημερολόγιο τους προσκυνήματός εδώ στην Αγγλική γλώσσα).
- Λίγα χρόνια αργότερα, το 1119 μ.Χ., ο Λατίνος συγγραφέας Guido συνέθεσε ένα απάνθισμα από αποσπάσματα γεωγραφικών έργων, συνοδευόμενο από ένα χάρτη της οικουμένης. Εκεί η Αθήνα αναφέρεται «ως γενέτειρα φιλοσόφων και ρητόρων, η οποία πλέον διακρινόταν για το Θείο και άσβεστο φως που έλαμπε στο ναό του προφήτη, τον οποίο οικοδόμησε ο Ιάσονας (!) με εντυπωσιακή πολυτέλεια και αστραφτερό μάρμαρο και τον αφιέρωσε στην Παρθένο Θεομήτορα Μαρία».
- Δεν θα μπορούσε βέβαια η εμβληματική φυσιογνωμία της Βυζαντινής Αθήνας, ο Μιχαήλ Χωνιάτης (για περισσότερα δείτε εδώ), να μην είχε αναφερθεί πολλάκις στο Θεϊκό Φως του Ναού, που λάτρευε με όλη του την ύπαρξη. Ενδεικτικά παραθέτουμε ένα απόσπασμα από την κατακλείδα του εισβατηρίου (εθρονιστήριου) λόγου του. Σε αυτό κάνει πολλαπλές αναφορές στο Θείο Φώς του ναού της Θεοτόκου, το οποίο διαπλέκει ρητορικά με παλαιοδιαθητικές αναφορές στο φως και στη φωτιά. «Τι τρομερός τόπος αλήθεια! Και δεν είναι άλλο, παρεκτός οίκος του Θεού και πύλη του ουρανού, από όπου το υπερούνιο Φως το ακούραστο χύνεται εδώ μέσα, χωρίς να ξεθωριάζει από το φέγγος της ημέρας, μήτε να παύει μες στη νύχτα, χωρίς να τρέφεται από ξύλο, ένα φως άυλο, καθάριο, αείλαμπρο και αείφωτο στα μάτια τα πιστά και αβέβηλα……Τέτοιο είναι ετούτο το τέμενος, περίκαλλο, ακλόφεγγο, ανάκτορο της φωτοδόχου και φωτοδότιδας Παρθένου γεμάτο χάρη, άγιο σκήνωμα του αληθινού φωτός που έλαμψε από μέσα της».
Τέλος, λοιπές αναφορές για το Θεϊκό Φως του Παρθενώνα, καταγράφονται:
- τον 12ο αιώνα μ.Χ. από τους βυζαντινούς Τορνίκη, Μαλάκη, και Ευστάθιο,
- την περίοδο 12-14 αιώνα μ.Χ., από το μοναχό Ακάκιο και τους δυτικούς περιηγητές, Nicolo De Martoni, Ewdard Lear και Henry Miller.
ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥΜΕΛΑ
Σύμφωνα με μια παράδοση χαμένη στα βάθη των αιώνων, ο λόγος της λαοφιλίας του προσκυνήματος της Παναγίας της Αθηνιώτισσας, ήταν μια θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, φιλοτεχνημένη από τον απόστολο και ευαγγελιστή Λουκά. Πρόκειται για την ίδια εικόνα που διασώζεται έως σήμερα στο μεγαλύτερο προσκυνηματικό κέντρο των Ποντίων στο Βέρμιο της Βέροιας, δηλαδή την Παναγία τη Σουμελά. |
Η παράδοση στηρίζεται σε έναν χειρόγραφο κώδικα της αγιορείτικης Μονή του Αγίου Διονυσίου, που περιέχει, μεταξύ άλλων το βίο του Βαρνάβα και του ανιψιού του Σωφρονίου, των φερομένων ως Αθηναίων και ιδρυτών της περίφημης Μονής του Πόντου. Συγγραφέας του κειμένου είναι ένας μοναχός Ακάκιος Σαββαΐτης, η δράση του οποίου χρονολογείται, περί τα τέλη του 12ου αρχές του 13ου αιώνος μ.Χ..
Κατά τον Ακάκιο, κατά την κοίμηση του ευαγγελιστού Λουκά βρέθηκε στην κατοχή του μια εικόνα της Παναγίας, αγιογραφημένη από τον ίδιο. Μαθητής του Αγίου, επί ονόματι Ανανίας, φρόντισε να μεταφερθεί η εικόνα στην Αθήνα και να τοποθετηθεί σε μια εκκλησία, που κτίστηκε προς τιμή της ονομαζομένη Θεοτόκος η Αθηναία ή αλλιώς, Παναγιά Αθηνιώτισσα. Κατά την διάρκεια της Βασιλείας του Θεοδοσίου Α΄ (347-395 μ.Χ.), η Παναγία εμφανίστηκε σε δύο απλούς Αθηναίους κατοίκους, τον Βασίλειο και τον Σωτήριχο αναθέτοντάς τους, να ακολουθήσουν την πορεία της εικόνας, που θαυματουργικώ τω τρόπω μεταφέρθηκε στον Πόντο. Οι δύο αυτοί άνδρες, πριν φέρουν εις πέρας την αποστολή τους, φρόντισαν πρώτα να ενδυθούν το μοναχικό σχήμα μετονομαζόμενοι σε Βαρβάβα και Σωφρόνιο αντίστοιχα. Στην πορεία τους για τον Πόντο, φέρεται να επισκέφθηκαν πολλά μοναστήρια, τα οποία όμως στην πραγματικότητα δεν είχαν ιδρυθεί ακόμα την εποχή εκείνη και να συνάντησαν πολλές Αγίες μορφές, οι οποίες έζησαν 4-5 αιώνες αργότερα. Τελικά, πάντα κατά την διήγηση, οι μοναχοί κατέληξαν στο όρος Μελά επειδή είδαν την εικόνα της Παναγίας να φεγγοβόλα στην πλευρά μιας χαράδρας. Εκεί και ίδρυσαν τη Μονή της Παναγίας της Σουμελά. Το όνομα Σουμελά ετυμολογείται από το όρος Μελά και το ποντιακό ιδίωμα σού, που σημαίνει «εις το» ή «εις του» και έγινε Σουμελά «εις του Μελά». Έκτοτε ασκήτεψαν εκεί αγιαζόμενοι και παραδίδοντες το πνεύμα τους στον Κύριο την ίδια ημέρα.
|
Η Μονή αποτέλεσε το σπουδαιότερο προσκυνηματικό κέντρο των χριστιανών του Πόντου, τόσο στους χρόνους των Μεγαλοκομνηνών, όσο και των Οθωμανών Τούρκων. Κατά την Μικρασιατική καταστροφή του 1922 μ.Χ. όμως, οι Τούρκοι λεηλάτησαν το μοναστήρι και έπειτα το παρέδωσαν στις φλόγες. Ευτυχώς, κάποιοι μοναχοί πρόλαβαν να κρύψουν την ιερή εικόνα μαζί με το ευαγγέλιο του Oσίου Xριστοφόρου και τον σταυρό του αυτοκράτορα της Tραπεζούντας Mανουήλ Kομνηνού σε μια κρύπτη ενός παρεκκλησίου του μοναστηριού,. Στα πλαίσια της «ελληνοτουρκικής φιλίας» του 1930 μ.Χ. ελληνική αποστολή έφερε τα ιερά κειμήλια πίσω στην Ελλάδα, με την Θαυματουργή εικόνα να τοποθετείται επί 20ετία στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών. Εν συνεχεία τέθηκε προς προσκύνηση σε ένα περικαλλή ναό, που ανήγειραν οι Πόντιοι της Ελλάδος μαζί με το Πανελλήνιο Προσκύνημα της Παναγίας της Σουμελάς, στο Βέρμιο της Βέροιας.
Η διήγηση για την προέλευση της «Θεοτόκου της Αθηναίας», περιλαμβάνει προφανείς αναχρονισμούς σε σημείο, που να είναι αδύνατο να γίνει αποδεκτή κατά γράμμα. Επιπλέον πρέπει να αναφερθεί ότι οι παραδόσεις για τις αγιογραφημένες εικόνες από τον ευαγγελιστή Λουκά πρωτοεμφανίστηκαν κατά την περίοδο της εικονομαχίας, τον 8ο αιώνα μ.Χ., και μάλιστα με αυξητικές τάσεις, αγγίζοντας τελικά τον συμβολικό αριθμό των 70.
Βάσει των ανωτέρω, η πιθανότερη υπόθεση, που μπορεί να γίνει, είναι ότι ο μοναχός Ακάκιος στην προσπάθειά του να συγγράψει την ιστορία της Μονή Σουμελά, κάπου τον 13ο αιώνα μ.Χ., επιστράτευσε το μυθοπλαστικό του ταλέντο εμπλέκοντας την περιώνυμη πόλη των Αθηνών, προκειμένου να αυξήσει κατά την αντίληψή του, το γόητρο της Μονής.
Βάσει των ανωτέρω, η πιθανότερη υπόθεση, που μπορεί να γίνει, είναι ότι ο μοναχός Ακάκιος στην προσπάθειά του να συγγράψει την ιστορία της Μονή Σουμελά, κάπου τον 13ο αιώνα μ.Χ., επιστράτευσε το μυθοπλαστικό του ταλέντο εμπλέκοντας την περιώνυμη πόλη των Αθηνών, προκειμένου να αυξήσει κατά την αντίληψή του, το γόητρο της Μονής.
Λοιπές φωτογραφίες Μοναστηριού - Προσκυνήματος Παναγίας Σουμελά.
ΕΙΚΟΝΑ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΑΘΗΝΙΩΤΙΣΣΑΣ
Εντός του ναού της Παρθένου Μαρίας στον Παρθενώνα, δέσποζε η εικόνα της Παναγίας της Γοργοϋπηκόου, η σύνθεση της εικόνας μας είναι γνωστή μέσω ενός ανευρεθέντος αντιγράφου της, στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Κάιρου της Αιγύπτου. Η Παναγιά, φέρεται να απεικονίζετο ολόσωμη σε όρθια προσευχητική στάση προς τον Σωτήρα μας Χριστό, με τρόπο που διασώζει αρχαιοελληνικό τύπο αναπαράστασης της θεάς Αθηνάς, καθαρά Αθηναϊκό. Μεταγενέστερα πιθανώς, να έφερε στην αγκαλιά της τον Χριστό και να απεικονίζετο βρεφοκρατούσα, όπως στο μολυβδόβουλο του μητροπολίτη Αθηνών Μιχαήλ Ακομινάτου (12ος αι. μ.Χ.).
Κατά τον 11o - 12ο αιώνα μ.Χ. ο ναός φέρεται να λαμπρύνθηκε με μια επιβλητική ψηφιδογραφία της Παναγίας, στην κόγχη του Ιερού. Σήμερα διασώζονται εξ αυτής, μόνο 188 ψηφίδες, που φυλάσσονται στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου.
Τέλος θεωρούμε χρήσιμο να παραθέσουμε αυτούσια την περιγραφή του Δημητρίου Καμπόρογλου για την μορφή της Παναγίας της Αθηνιώτισσας:
Βεβαιούται ότι η Παναγιά η Αθηνιώτισσα ήταν ορθή εις αγαλματώδη στάση και χωρίς τον Ιησούν. Η εικών του τύπου αυτού φαίνεται, ότι υπήρχεν εις την λεγομένην Μεγάλη Παναγιά της καείσης Παλαιάς Αγοράς, ευρέθη δε και εις ένα παρεκκλήσιον του εν Παλαιώ Καΐρω Μοναστηρίου του Αγίου Γεωργίου, δημοσιευθείσα ποτέ παρ’ ημών. Έχει μεταγενεστέρως προστεθή ατέχνως ο Ιησούς και εις αυτήν, όπως είναι ατέχνως επίσης προστεθειμένος, από τον αντιγράψαντα εικών Παναγίας από παλαιόν τεχνικώτατον πρότυπον, εις μίαν Παναγίαν ορθήν και επί βάθρου σωζομένης ακόμη εις το εστιατόριο της Μονή του Υμηττού Αστέρι.